Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Σαν Αγροίκος







Στεκόμουν εγκάθετος στη χώρα του, σφιγμένος στο ζεστό μου παλτό.
Του είχα πάει ένα πιατάκι σούπα από κόκαλο με μεδούλι,
έτσι για το καλό, καταπώς λένε και για τους ανθρώπους.
"Τι ψυχή έχει  ένα κόκαλο…"
        Σκεφτόμουν μόνος μου στην κουζίνα καθώς το ετοίμαζα για να του το πάω.

Από τότε που τον είχαν πετάξει στο δρόμο,
σ’ αυτήν εδώ τη λασπουριά ξεχειμωνιάζει
κουλουριασμένος δίπλα σ’  ανοιγμένες σακούλες σκουπιδιών
και σε σομιέδες ξέπλεκους,
μαζί με άλλα ανθρώπινα αποκαΐδια.

    «Φύλαξ' τον εαυτό σου απ’ το σκυλί, έχει αγριέψει τώρα τελευταία»,
μου’ πε προχτές η κυρά Ευδοκία από απέναντι.
       Κι οι άλλοι μου γείτονες του πετάγαν πέτρες 
κι έκαναν όλο πως αν πλησιάσει, θα  το κλωτσήσουν.
Μα εγώ είχα δει πολλές φορές τα μάτια του,
γυμνά και ρημαγμένα να με τυλίγουν από μακριά.

Να του σφυρίξω χαμηλά;
Δεν ήξερα πια πώς να τονε φωνάξω, δεν είχε όνομα όπως κάποτε.
"Δεν πειράζει.." έλεγα μέσα μου, 
μετρούσε που του ΄χα φέρει τη ζεστή,
θρεπτική ανθρώπινη απολογία μου για να γεμίσει τα σωθικά του.
      Απίθωσα χαμέ το αχνιστό σκαφάκι και πισωπάτησα δυό βήματα.

     Εκείνος φάνηκε από μακριά και με τη μύτη  σβάρνισε ένα γύρω τον αέρα.
Για μια στιγμή τα δυό  του καστανά, γραμμένα μάτια
με κοίταξαν  γεμάτα με σκυλίσια  απορία
           " Τόση καλοσύνη, πούθε τη βρήκες εσύ Θεέ των Ανθρώπων 
και την απίθωσες μπρος στα πόδια μου;"

Απάντησε μόνος στον εαυτό του.
         Και  σαν να πάλευε να προφυλάξει τις ύστατες ελπίδες του 
έστω κι από έναν Θεό σαν κι αυτόν,
έκρυψε την ουρά ανάμεσα στα σκέλια
κι ακροπατώντας  μου γύρισε αθόρυβα την πλάτη.

Απόμεινα εγώ, ο "Άνθρωπος", 
να στέκω ακίνητος εκεί,
με την προσφορά της συμφιλίωσης στο χέρι,  σαν Αγροίκος.

© Δώρα Νικολαΐδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου