Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Adolf Hitler : Τα Μυστικά ενός Μαζικού Δολοφόνου,Μέρος 7ο





 
Πατρίδα, η Γερμανία

Όταν το Μάιο του 1913, ο  Adolf Hitler εγκατέλειψε τη Βιέννη και τη γενέτειρά του Αυστρία για να μετεγκατασταθεί στο Μόναχο, δεν είχε ούτε χρήματα, ούτε οικογένεια, ούτε φίλους. Στα είκοσι τέσσερά του χρόνια ήταν κιόλας ένας απόκληρος της ζωής. Ωστόσο, είχε ανακαλύψει κάτι καινούργιο για τον εαυτό του: Ακόμα κι αν αυτά που έλεγε προκαλούσαν αντιδράσεις, είχε την ικανότητα να αιχμαλωτίζει την προσοχή των άλλων  όταν μιλούσε. 

Γι’ αυτόν, η μετανάστευση  στη Γερμανία ήταν μια «φυσική κατάληξη». Όπως ο ίδιος ισχυριζόταν, δεν ήθελε να υπηρετήσει τη θητεία του στον Αυστρο-Ουγγαρικό Αυτοκρατορικό Στρατό λόγω του ότι δεν ήταν αμιγώς Γερμανικός. Κατά άλλους βέβαια, ο Hitler δεν θα μπορούσε έτσι κι αλλιώς να υπηρετήσει στον εθνικό στρατό της γενέτειράς του, μιας και ο γιατρός της Αυστριακής Στρατολογίας τον είχε απορρίψει ως « ιδιαιτέρως ασθενικό». Ωστόσο όπως και να ήρθαν τελικώς τα πράγματα, ήταν στο Μόναχο εκεί όπου πλέον αποκρυσταλλώθηκαν οι αντισημιτικές κι εθνικιστικές πεποιθήσεις του, σε μια συγκροτημένη ιδεολογία.


Ο καλός στρατιώτης Αδόλφος

Η έναρξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου άλλαξε ριζικά τη ζωή του Adolf Hitler. Ξαναβρήκε την ταυτότητα, το κάλεσμα και τον προσανατολισμό του. Ένιωθε ότι επιτέλους ανήκε κάπου. Όπως έλεγε αργότερα, 
 « Αυτός ο πόλεμος ήρθε σαν λύτρωση από την απελπισία που με βάραινε κατά την διάρκεια της νιότης μου. Συγκλονισμένος από ένα θυελλώδη ενθουσιασμό, έπεσα στα γόνατα και ευχαρίστησα τον ουρανό με την καρδιά ξέχειλη».

Κατατάχθηκε εθελοντικά στον Βαυαρικό Στρατό και τοποθετήθηκε στο 16ο  Βαυαρικό Τάγμα Πεζικού, γνωστό και ως «Τάγμα Εθελοντών» γιατί το αποτελούσαν εθελοντές φοιτητές. Μετά από εκπαίδευση λίγων εβδομάδων στάλθηκε στο μέτωπο, όπου υπηρέτησε ως αγγελιοφόρος. Ποτέ δεν παραπονέθηκε, ποτέ δεν γκρίνιαξε, ποτέ δεν μίλησε για γυρισμό στη πατρίδα, όπου άλλωστε δεν τον περίμενε και κανείς. Καθότι ήταν ψυχοπαθής και άρα αναίσθητος στον πόνο των άλλων,  ίσα – ίσα μάλιστα που οι «φόνοι για την πατρίδα μέσα στη μάχη», όπου συμμετείχε και ό ίδιος, έδωσαν διέξοδο στην φονική οργή που τόσα χρόνια έβραζε μέσα του, κι η οποία είχε γεννηθεί από την άνιση πάλη με τον τύραννο - πατέρα του. 

Ωστόσο, αυτή ακριβώς η περίεργη προσωπικότητά του ήταν η αιτία που για όσον καιρό υπηρέτησε στις τάξεις του Βαυαρικού στρατού, ο Χίτλερ δεν έκανε παρά ελάχιστους φίλους. Οι περισσότεροι από τους συστρατιώτες του αγανακτούσαν με τις πολύωρες στομφώδεις αγορεύσεις του πάνω σε πολιτικά θέματα. Κάποιοι έγραψαν αργότερα, « Όλοι τον αναθεματίζαμε από μέσα μας, δεν μπορούσαμε να τον ανεχτούμε», και « Εμείς ζούσαμε από τα στομάχια μας, ενώ αυτόν τον έτρεφαν τα νεύρα του». Ο Ναρκισσισμός και η Υστερία του δεν μπορούσαν να τον αφήσουν χαλαρό ούτε εκεί….

Μέσα στα τέσσερα χρόνια που μετέφερε μηνύματα από χαράκωμα σε χαράκωμα στο Δυτικό Μέτωπο της Γαλλίας και του Βελγίου, πήρε μέρος σε 48 μάχες. Πολλές φορές βρέθηκε στην καρδιά των εχθροπραξιών, όπου έκανε κάθε φορά φιλότιμα το χρέος του, αν και χωρίς αξιομνημόνευτο ηρωισμό. Για τις υπηρεσίες του στην πατρίδα παρασημοφορήθηκε το 1914 με τον Σιδηρούν Σταυρό Δευτέρας Τάξεως. Τραυματίστηκε δύο φορές, τη μία στο πόδι και την άλλη  στα μάτια, από τοξικά αέρια.  

 Μετά τον τελευταίο του τραυματισμό που ήταν σοβαρός, στάλθηκε στα μετόπισθεν όπου πέρασε αρκετούς μήνες μέσα σε φρικτούς πόνους, γιατί τα μάτια του τον έκαιγαν σαν αναμμένα κάρβουνα. Εκεί τον βρήκε και το τέλος του πολέμου.  Παρά το γεγονός ότι στην αρχή οι γιατροί δεν έτρεφαν  ελπίδες ότι θα σωθεί η όρασή του, σταδιακά η υγεία του αποκαταστάθηκε.

Ένα ακόμη πράγμα που στο οποίο εκπαιδεύτηκε ο Hitler κατά τη θητεία του στον πόλεμο, ήταν στο να δικτυώνεται ταχύτατα και πολύ θετικά για τα συμφέροντά του. Το 1918 μάλιστα, χάρη ακριβώς στις ανώτερες γνωριμίες που είχε φροντίσει ν’ αποκτήσει όταν μετατάχτηκε στις διοικητικές υπηρεσίες του αρχηγείου, κατάφερε να του απονεμηθεί και ο Σιδηρούς Σταυρός Πρώτης Τάξεως, μια διάκριση που σπάνια απονεμόταν σε στρατιώτες της κλάσης του. Α, όλα κι όλα, καλή η προσφορά υπηρεσιών στη μητέρα πατρίδα, αλλά με το αζημίωτο: Ο Ναρκισσισμός και η μεγαλομανία του δεν μπορούσαν να μπουν στην άκρη. Ο ίδιος περιέγραψε αργότερα τον πόλεμο ως « Την κορυφαία απ’ όλες τις εμπειρίες». Και είναι γεγονός ότι ήταν πράγματι καθοριστική για τις μετέπειτα επιλογές που έκανε στη ζωή του.Το γεγονός ότι επέζησε σχεδόν 50 μαχών, ενώ το υπόλοιπο στράτευμα στο οποίο συμμετείχε κάθε φορά αποδεκατιζόταν, επιβεβαίωσε μέσα στο παρανοϊκό του μυαλό το Ναρκισσιστικό «πιστεύω», ότι είχε επιλεγεί απ’ το πεπρωμένο για να παίξει έναν εξεχόντως σημαντικό ρόλο μέσα στην Παγκόσμια Ιστορία. Και καθώς ήδη από την πολύ νεαρή του ηλικία  ήταν ένθερμος υποστηρικτής της αμιγώς Γερμανικής κουλτούρας[1], μέσα απ’ τον πόλεμο απέκτησε την ακλόνητη πεποίθηση ότι η προσωπική του μοίρα ήταν άρρηκτα συνυφασμένη με τη μοίρα της ίδιας της Γερμανίας. Και όταν η Γερμανία υπέγραψε την εκεχειρία, στις 11 Νοεμβρίου 1918, ο Adolf Hitler ήταν μεταξύ εκείνων που διάλεξαν να πιστέψουν τον μύθο ότι « η Γενναία Γερμανία μαχαιρώθηκε πισώπλατα» τόσο απ’ τους Εβραίους και τους Μαρξιστές, όσο κι απ’ την ίδια την πολιτική της ηγεσία.  

Στη δύση του σωτηρίου έτους 1918, ο Adolf Hitler ήταν πλέον έμπλεος από το μένος, τη μνησικακία και την ανάγκη Εθνικής Δικαίωσης που μαζί μ’ αυτόν αισθανόταν κι ένα μεγάλο μέρος του Γερμανικού λαού. Κι είχε πλέον αποφασίσει ότι μια ήταν «η ιερή αποστολή» του σ’ αυτόν τον κόσμο : Ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με την πολιτική για να ανορθώσει το χαμένο γόητρο της χώρας του. Αλλά προπαντός, να ανυψωθεί ο ίδιος μέσα από εκεί σε «Σωτήρα» και «Αφέντη» του Γερμανικού  Έθνους.

( Συνεχίζεται… )

© Δώρα Νικολαΐδου, Μάιος 2014


[1] Όπως και πολλοί άλλοι Αυστριακοί Γερμανικής καταγωγής, ο Hitler ήδη από πολύ νεαρή ηλικία είχε αρχίσει να υιοθετεί τα Γερμανικά Εθνικιστικά ιδεώδη. Δεν ομολογούσε πίστη στην Αυστρία, αλλά μόνο στη Γερμανία, είχε καθιερώσει τον γερμανικό χαιρετισμό σεβασμού « Heil !» προς γνωστούς και ομοϊδεάτες, και τραγουδούσε μόνο το Γερμανικό Εθνικό Ύμνο αντί του Αυστριακού. Αξίζει όμως εδώ να σημειώσουμε ότι ένας αυθεντικά ακραίος ναρκισσιστής όπως ήταν αυτός, δεν θα επέλεγε ποτέ να ταχθεί με το μέρος των παροπλισμένων κι ασήμαντων. Αντίθετα, το κέντρο των εξελίξεων, εκεί όπου παίζονται τα παιχνίδια εξουσίας είναι ο μαγνήτης που τον τραβάει κι ο καθρέφτης όπου θέλει να καθρεφτιστεί.

Adolf Hitler : Τα Μυστικά ενός Μαζικού Δολοφόνου, Μέρος 6ο





Τα Δύσκολα Χρόνια...

Ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα Alois, στις 3 Ιανουαρίου του 1903, βρήκε το νεαρό Hitler στη μέση του γυμνασίου, στην κρίσιμη ηλικία των δεκατεσσάρων ετών. Στην αρχή, το γεγονός φάνηκε πως θα έφερνε γι’ αυτόν την πολυπόθητη απελευθέρωση: Από την επόμενη κιόλας σχολική χρονιά η μητέρα του - που δεν του χαλούσε χατήρι -- του επέτρεψε επιτέλους να γραφτεί στο Κλασικό Γυμνάσιο. Παρόλο όμως που αρχικά ως μαθητής έδειξε κάποια βελτίωση, οι βαθμοί του παρέμειναν τόσο χαμηλοί που εγκατέλειψε το σχολείο στα δεκαέξι του, χωρίς καν ν’ αποφοιτήσει. Την τελευταία ημέρα του σχολικού έτους, αισθάνθηκε τόσο ευτυχισμένος για το ότι δεν θα χρειαζόταν ποτέ πια να ξαναπάει στο σχολείο, που μέθυσε μέχρι αναισθησίας. Από τότε και μετά, σε όλη του τη ζωή δεν ξανάγγιξε αλκοόλ. 


Για ένα διάστημα δύο χρόνων, ο Adolf δεν έκανε απολύτως τίποτα. Απέφευγε και φθονούσε όσους απ’ τους συνομιλήκους του ήταν μορφωμένοι, γιατί του θύμιζαν τα μισητά χρόνια της σχολικής του ζωής και τη δική του ανικανότητα. Τριγύριζε άσκοπα στους δρόμους, ή πήγαινε και καθόταν με τις ώρες στη δημοτική βιβλιοθήκη διαβάζοντας Γερμανική ιστορία και μυθολογία, που ήταν τα μοναδικά γνωστικά αντικείμενα για τα οποία είχε ένα – διακαές, όντως-- ενδιαφέρον. Αυτό το χρωστούσε στην επιρροή που είχε δεχτεί απ’ το μοναδικό  άνθρωπο που είχε ξεχωρίσει ανάμεσα στους δασκάλους του, τον Δόκτωρα Λέοπολντ Πετς. Ο Πετς ήταν Πανγερμανιστής και πίστευε ότι όλοι οι Γερμανοί, ανεξάρτητα απ’ τον τόπο όπου ζούσαν ( Γερμανία, Αυστρία κλπ), έπρεπε να ενωθούν σε ένα έθνος, μια σημαία, έναν εθνικισμό. Από τότε και μετά, η εμμονή με την Γερμανία και με ο,τιδήποτε Γερμανικό έγινε η κινητήρια δύναμη στη ζωή του Adolf Hitler. Αυτό μας βοηθά να ρίξουμε φως -χωρίς φυσικά να του δίνουμε δίκιο —σε μερικές από τις πιο εξόφθαλμες ενέργειές του όταν πλέον έγινε δικτάτορας. 


Στα 1905  αποφάσισε τελικά να εγκαταλείψει το επαρχιακό του πατρικό για ν’ αναζητήσει την τύχη του στη Βιέννη. Εκεί γι’ άλλα δύο χρόνια έζησε μια ζωή μποέμ, τρώγοντας τις οικονομίες της μητέρας του. Το μόνο που έκανε στο διάστημα αυτό ήταν να καταβάλει επίμονες προσπάθειες για  να τον δεχτούν στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Όμως, όσες φορές κι αν υπέβαλε ντοσιέ εργασιών, η δουλειά του απορρίπτονταν, με την αιτιολογία ότι ήταν εντελώς ατάλαντη. Οι πόρτες της ζωής έκλεισαν βροντερά επάνω στο πρόσωπό του, γι’ ακόμα μια φορά : Τεράστιο το πλήγμα στη μεγαλειώδη εικόνα που ήθελε να έχει για τον εαυτό του, αλλά και που επιθυμούσε να δείχνει και στους άλλους. Αν και ποτέ δεν το ομολόγησε ευθέως, ο μετέπειτα « πλανητάρχης του τρόμου» δεν μπόρεσε να συνέλθει εντελώς ποτέ απ’ αυτό. Ωστόσο, προτιμούσε να πιστεύει πως για την απόρριψή του ευθυνόταν αποκλειστικά το γεγονός ότι κάποια απ’ τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής ήταν Εβραίοι. Αυτούς θεωρούσε ως βασικούς αιτίους  που αυτός δεν μπόρεσε ποτέ ν’ αποδείξει το πόσο ταλαντούχος ζωγράφος ήταν, και το πόσο διάσημος θα μπορούσε να είχε γίνει για τα έργα του. Αλήθεια, από ποιες ασήμαντες λεπτομέρειες μπορεί να κριθούν βαρυσήμαντα πράγματα… ! Ίσως, αν ο Adolf Hitler είχε πράγματι καταφέρει να καταξιωθεί τότε μέσω της ζωγραφικής, να μην είχε αφοσιωθεί αργότερα με το να επιβάλλει τόσο λυσσαλέα την αιματηρή εξουσία του σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, πατώντας κυριολεκτικά επί εκατομμυρίων πτωμάτων.





Τότε ακριβώς πεθαίνει και η μητέρα του, μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο του στήθους. Ο δεκαοχτάχρονος μόλις Adolf, μένει χωρίς τον μοναδικό ηθικό υποστηρικτή του, αλλά και  χωρίς καμία απολύτως οικονομική στήριξη. Για ένα χρονικό διάστημα μετά από την απώλεια αυτή, χάνει εντελώς τον προσανατολισμό του, και δεν μπορεί να λειτουργήσει σε κανέναν τομέα της καθημερινής ζωής. Βυθίζεται στο απόλυτο συναισθηματικό κενό. Αν και θεωρητικά αντιλαμβάνεται ότι είναι αδήριτος ανάγκη να βρει πλέον κάποιον τρόπο για να κερδίζει τη ζωή του, δεν θέλει να δει τον εαυτό του «να υποβιβάζεται» δουλεύοντας ως ταπεινός γραφιάς ή εργάτης, ούτε καν προσωρινά : Η μεγαλειώδης εικόνα που τρέφει για τον εαυτό του, τον κάνει να πιστεύει ότι  είναι γεννημένος για να γίνει διάσημος και ισχυρός, κι ότι αν καταδεχτεί τέτοιες «ταπεινές» δουλειές θα παγιδευτεί εκεί, και θα σταματήσει εν τέλει να ψάχνει για κάποια καλύτερη προοπτική. Ακολουθούν λοιπόν έξη χρόνια που ο ίδιος τα αποκάλεσε αργότερα ως «τα πιο δυστυχισμένα της ζωής του». Στο διάστημα αυτό εικονογραφεί μουντές καρτ-ποστάλ, φιλοτεχνεί άχαρες ακουαρέλες τοπίων και κάνει καθημερινά το γύρο των ζαχαροπλαστείων και των κορνιζοποιών της πρωτεύουσας, για να βγάλει έστω κι ένα υποτυπώδες χαρτζιλίκι. Η εικόνα που παρουσιάζει είναι άθλια. Αξύριστος, ρυπαρός και ρακένδυτος, δεν μοιάζει με τίποτα καλύτερο από έναν κουρελιάρη αλήτη. Στο τέλος σπρωγμένος απ’ την ανέχεια, αφήνει το δωμάτιο που νοίκιαζε και κοιμάται σε καφενεία,  παγκάκια και Στέγες Απόρων. Στέκεται επί ώρες στην ουρά των αστέγων για να φάει λίγη σούπα απ’ το συσσίτιο, μισώντας τον εαυτό του. Από τότε ο Χίτλερ μίσησε θανάσιμα και τη ίδια την κοιτίδα αυτών των αναμνήσεων, τη Βιέννη, και γράφει στο  Μeine Kampf

« Την περίοδο εκείνη σχηματίστηκε μέσα μου μια εικόνα του κόσμου και μια φιλοσοφία που έγιναν οι γρανιτένιες βάσεις όλων των πράξεών μου».

Με άλλα λόγια, τότε ήταν που συνέλαβε τη Φιλοσοφία του Μίσους. Ο Αδόλφος Χίτλερ μαζί με τον εαυτό του και τη Βιέννη, μίσησε τους πάντες :

Μίσησε τον  Carl Marx και τους Σοσιαλιστές, για τους οποίους πίστευε ότι ο μόνος τρόπος να τους διαχειριστεί κάποιος, ήταν να τους ανταποδίδει τα χτυπήματα με την ίδια και μεγαλύτερη δύναμη.

Μα ακόμα πιο πολύ μίσησε τους Εβραίους. Πίστευε ότι έπρεπε να εκριζωθούν απ’ ολόκληρο τον κόσμο, αρχής γενομένης απ’ τη Γερμανία, γιατί μόνο έτσι θα κατάφερνε να απελευθερωθεί η οικονομία, η ιατρική, η δικαιοσύνη και τα μαζικά μέσα ενημέρωσης από τον έλεγχο των υπόγειων, αλλά παντοδύναμων λόμπυ τους, και « να μείνει η χώρα των πατέρων του ένας τόπος για “καθαρούς Γερμανούς” ». 

Μέσα μάλιστα από την μανία καταδίωξης που του δημιουργούσε η Παράνοιά του, πίστευε ότι οι δύο ορκισμένοι εχθροί του, Μαρξιστές και Εβραίοι, είχαν συνάψει «ιερή συμμαχία» για να καταστρέψουν τον κόσμο.  Σ’ αυτό όμως το σημείο, το Σύμπλεγμα της Εχθρικής Απειλής [1]ερχόταν να συμπληρώσει ο Ναρκισσισμός[2] του : Σιγά σιγά, ο Adolf Hitler άρχισε να πιστεύει ότι αυτός ήταν «o εκλεκτός» του Θεού, «το όργανο του πεπρωμένου», «ο ιερός καθοδηγητής» που χρειαζόταν η Γερμανία για να εξυγιανθεί και να λάβει τη θέση που της ταιριάζει στο παγκόσμιο στερέωμα εξουσίας και κύρους.




Άρχισε να προκαλεί πολιτικές συζητήσεις στα καφενεία όπου γύριζε, επιτιθέμενος πια ανοιχτά στους Εβραίους, και χαρακτηρίζοντάς τους «βρωμερούς αρουραίους», «μιαρά παράσιτα», «αιματο-ρουφήχτρες» και «μισητούς τυράννους». Κι αν κανείς του έφερνε αντιρρήσεις, εκείνος αντιδρούσε βίαια ουρλιάζοντας με όλη τη δύναμη της φωνής του.
 «Θα υπερασπίσω τον εαυτό μου από τους Εβραίους. Θα πολεμήσω για το έργο του Κυρίου!!!!»

Και μπορεί ο Adolf Hitler της εποχής εκείνης να μην ήταν, και να μην έμοιαζε σαν τίποτε άλλο από ένας απόκληρος, όμως γρήγορα ανακάλυψε ότι είχε γεννηθεί μ’ ένα πολύ χρήσιμο χάρισμα : Τα υπνωτικά του μάτια, οι υπερβολικές του κινήσεις και ο παλμός της φωνής του υπνώτιζαν τις συνειδήσεις κι αιχμαλώτιζαν τα βλέμματα. Ήταν δηλαδή προικισμένος μ’ αυτήν την απροσδιόριστη ικανότητα που πολλοί επαγγελματίες ηθοποιοί μάταια αγωνίζονται για ν’ αποκτήσουν : «Σκηνική παρουσία».



( Συνεχίζεται …. )

© Δώρα Νικολαΐδου, Μάρτιος 2014


[1] Βλ. ορισμός στις υποσημειώσεις του  3oυ Μέρους

[2] Βλ ορισμός στις υποσημειώσεις του 4ου  Μέρους….

Mένεις ακόμα σε μια σχέση τοξική, γιατί ….Μέρος 3ο






Φοβάσαι ότι θα χάσεις την Αγάπη

Κάθε πρωί που εκείνος λείπει στη δουλειά και μέχρι να γυρίσει, εσύ γλύφεις τις πληγές σου. Ο πόνος οξύς απ’ τα λόγια του τα χθεσινοβραδινά, τα προχθεσινά, τα καθημερινά, τα λόγια του εδώ και χρόνια γάμου. Σαν να μη σβύνονται απ' τη μνήμη σου, να μη γιατρεύεσαι ποτέ. Κι επάνω σ’ όλα τα παλιά να στοιβάζονται όλο και καινούργια. Ακόμα κι όταν κλαις μέσα στο μαξιλάρι σου τις ώρες που δε σ’ ακούει κανείς, δεν αλαφρώνουν οι μολυβένιοι σου ουρανοί, ούτε κι αδειάζει το πηγάδι σου από θλίψη.


Με τον καθρέφτη έχεις κόψει σχέσεις εδώ και καιρό, κι ούτε φωτογραφίες θες να βλέπεις απ’ τα χρόνια τα παλιά. Ποια ήταν εκείνη που γελούσε κι άνθιζε μέσα απ’ τα χρωματιστά ενσταντανέ; Όχι, τούτο το πρόσωπο το τωρινό που σου φωνάζει κάθε μέρα τη μιζέρια του δεν είναι το δικό σου, είναι μιας γριάς εκατόχρονης. Εκείνης της γυναίκας που ζει μαζί του εδώ και χρόνια πολλά, που είναι γι' αυτόν ο σάκος του μποξ όταν του φταίει ο κόσμος γύρω του, και προπαντός όταν του φταίει ο εαυτός του.


Μα γιατί του αφήνεσαι αφού σου κάνει τόσο κακό; Γιατί να σου ληστεύει κάθε χαρά για τη ζωή, γιατί να πέφτεις θύμα της χολής του; Κάθε που λες πως - «σήμερα κιόλας, μ’ απόφαση αμετάκλητη !» -- θα τον διώξεις, ένα σκοτάδι πανίσχυρο παραλύει τη σκέψη σου κι αλυσίδες κρατάνε τη γλώσσα σου δεμένη, κι έτσι ποτέ δεν εσήκωσες ανάστημα. Γιατί είναι ένα άλλο σου κομμάτι, επίμονο κι εξίσου δυνατό, που αρνείται να τον ξεριζώσει. Ώρες μετά ποτίζεις κλάμα το μοναχικό σου μαξιλάρι,  κι απορείς :

« Τι ήθελα πάντα μου εγώ, και τι ζητιάνευα χωρίς όμως ποτέ μου  να το πάρω; Αγάπη!..»

Ποτέ σου όμως δεν το ένιωσες πως ήσουν αρκετή ν’ αγαπηθείς, ποτέ σου δεν τη χόρτασες, από παλιά που ήσουν παιδάκι….


Μετά πάλι θυμώνεις. Όχι μ’ εκείνον, μα με εαυτό σου τον αδύναμο, που δεν αποτολμάει να λευτερωθεί. Τώρα το βλέπεις καθαρά πως φόβος είναι το σκοτάδι αυτό, που ορμάει μες από τις ψυχής σου τις σκιές, γκρεμίζει όσες άμυνες με κόπο έχεις μαζέψει, και σε πακτώνει σ’ ετούτη τη ζωή μαζί του, την τοξική.  Και μάταια, ελπίζεις. Ελπίζεις σαν μικρό παιδί και καρτερείς, την κάθε νύχτα που ξαπλώνεις σ' αυτόν τον άντρα τον πικρό πως « τούτη θα’ ναι ίσως η φορά, τούτη η νύχτα » που όλα θ’ αλλάξουν μαγικά, και θα κερδίσεις αυτήν την πολυπόθητη Αγάπη. Αγάπη που κάποτε στην είχε υποσχεθεί, και που όμως δεν σου αντιγύρισε ποτέ, όσα κι αν έκανες γι’ αυτόν μέσα στα χρόνια που έχουνε περάσει :

" Μ’ ένα μου ακόμα δάκρυ που θα κρύψω, με μια υποχώρηση ακόμα, δεν μπορεί, τώρα θα μ' αγαπήσει "

 Κι ας έρχεται η φωνή της λογικής τέτοιες νυχτιές για να σου πει πως όχι, δεν έχεις καμιά προοπτική. Εσύ ελπίζεις πάντα και καρδιοχτυπάς, εσύ εξακολουθείς να σκύβεις το κεφάλι. Φοβάσαι; Ναι. Φοβάσαι μήπως κι ετούτη τη φορά, την απολέσεις έστω και τούτην τη μικρή ελπίδα που σε κρατάει ακόμα ορθή, προτού ακόμα ξημερώσει.

@ Δώρα Νικολαΐδου, Απρίλιος 2014