Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Χίλια και Ένα Φωτόνια Ζωής….




Αφιερωμένο σε όλες τις μητέρες που, σαν κι εμένα, αμάρτησαν…

Μου την κρατούσαν ορθή για να τη δω στο ύψος των ματιών, ένα μικρό κουκλίστικο ανθρωπάκι που γυαλοκόπαγε παράξενα μες στα υγρά της μήτρας μου, ένα θαύμα αμφίβιο μέσα στο σώμα μιας θνητής : Η κόρη μου! Η κόρη μου η πρωτογέννητη κι η στερνή ήρθε επιτέλους να με βρει. Μέσα από μύριες οδύνες είχα προσευχηθεί να βγει εκείνη η δυνατή, μέσα από τόσα δάκρυα είχα αιτηθεί να μην την αγγίξουν τα βάσανα της ώριμης ψυχής μου. Και τώρα, να που μ’ άγγιζε Αυτή μ’ ένα χεράκι από κρύσταλλο θαμπό, που μ’ αναγνώριζε μέσα από δυό ματάκια που με θωρούσαν μ’ αποφασιστικότητα ορθάνοιχτη. 


Εννέα μήνες συναπτούς που κατοικούσε μέσα μου αυτό το άγνωστο παιδί, εγώ ζητούσα καθημερινά συγχώρεση απ’ το Θεό που ήμουν τόσο ανεπαρκής και τόσο απόλυτα ανετοίμαστη για να το μεγαλώσω. Τις νύχτες καταδυόμουνα στις ενοχές, πνιγόμουν με τις τύψεις:  Που εγώ η εν κρυπτώ ασεβής, του ζητούσα  τελικά να μη ‘ρθει. « Φοβάμαι..» του ‘λεγα κι έπιανα την  κοιλιά μου. Που, έτρεμα τ’ αδηφάγα κενά της δικής μου ψυχής. Και ζητούσα παρατάσεις αόριστες, μέχρις ότου να νιώσω πως « κάποιαν άλλη στιγμή, εκείνη τη στιγμή θα ήμουν αξιότερη …». Που, κιότευα μπροστά στον τρόμο να το φέρω σ’ αυτήν την πειναλέα ζωή, με τόσους λύκους να παραμονεύουν το άκακο αρνί μου. Τύψεις, και πάλι τύψεις κι ενοχές. 


« Τι μάνα είσαι εσύ;» Αναδυόταν απ’ τα βάθη μου μια αρχαία, στυγερή φωνή. Της μάνας μου άραγε, που μ’ έκρινε; Ή μήπως η δική μου η εφηβική φωνή που κάποτε την είχε κρίνει;


Και τώρα η κόρη μου ήταν Εδώ και την κοιτούσα καταπρόσωπο για πρώτη και μοναδική φορά. Η περηφάνια μου η ανθρώπινη κατέβαζε επιτέλους, κουρελιασμένη, το κεφάλι. Ποια είμαι εγώ, που ευλογήθηκα να κουβαλήσω μέσα μου ετούτη τη Σοφή ψυχή σε βρέφους σκάφανδρο; Ποια είμαι εγώ που μου χαρίστηκε η Ελπίδα και την παρακολούθησα ενεής  ν’ ανατέλλει μέσα απ’ τα ανοιγμένα μου πόδια; 


Δεν ειν’ δικό μου κτήμα το Θαύμα αυτό. Εγώ είμαι μόνο ένας θάλαμος σκοτεινός που του ‘δωσε όψη Ανθρώπου, ο γραφικός πελαργός που το κουβάλησε στον «κάτω» κόσμο.



 «Έλα τώρα καλή μου, μην κλαις και το χαλάς….» Από άλλο σύμπαν, κακόηχο, κατέβηκε της νοσοκόμας η φωνή. Δεν κλαίω από φόβο, μήτε από απελπισία και ντροπή.

Κλαίω απ’ το Σεισμό Αγάπης που ανασαλεύει όλο το εντός μου, και με στρέφει να κοιτώ επιτέλους το Θεό καταπρόσωπο.

Κλαίω που δόθηκε σ’ εμένα η μια και μονάχη, τελευταία ευκαιρία ν’ αγαπηθώ με τη μάνα μου με Δάσκαλο πολύτιμο, τη δική μου κόρη.

Κλαίω από δέος μπροστά στο Ένα Μαγικό Φωτόνιο Ζωής που ευλόγησε τον κόλπο μου. Κλαίω που μου χαρίστηκε το Μεγαλείο Του τόσο Απλά, στα πιο ώριμα, στα πιο έτοιμα από ποτέ, σαράντα τέσσερά μου χρόνια…

© Δώρα Νικολαΐδου, Μάιος 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου