Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Το Δωμάτιο του Τίποτα





« Ναυτικός της ξηράς ήταν ο άντρας μου ….  Το κέντρο της δικιάς του της ζωής ήταν αλλού, όχι εκιά που χτυπούσε η δικιά μου η καρδιά κι η καρδιά των παιδιών μας…. » μου ‘λεγε συχνά-πυκνά η πεθερά μου προτού να παντρευτώ.

Μια γενιά παραπίσω, η δική της η ζωή βουτηγμένη στο ανεκπλήρωτο. Μια γενιά πιο μπροστά, κι η δική μου η ζωή το ίδιο σπαταλήθηκε,  όταν ο γιός της ο Νικόλας γίνηκε άντρας μου.

Ζωηρός και φρεσκοσιδερωμένος, μπανιαρισμένος μες στο after shave του, περνούσε τα πρωινά σαν κομήτης μπροστά απ’ τα μάτια των παιδιών και τα δικά μου, κι έκλεινε βροντερά την εξώπορτα πίσω απ’ την πλάτη του. Στα μάτια τα δικά του, αυτός ήταν πλασμένος για τα μεγάλα και τα σπουδαία που τον περίμεναν έξω απ’ το στάσιμο, οικογενειακό μας μικρόκοσμο. Στα μάτια τα δικά μου όμως, ήτανε πάντα ένας δραπέτης, ένας δειλός που ξέφευγε μακριά από ευθύνες που του ήταν βαρετές, βάζοντας πάντοτε μπροστά  την υπερτιμημένη του καριέρα.

Κι εγώ;
Αλλά τι λέω τώρα η χαζή, και ποιος στην πραγματικότητα ενδιαφέρθηκε ποτέ για το τι πίστευα εγώ; Θα σας πω μοναχά πως στην αρχή, όσο ήμουν ακόμα  ερωτευμένη μαζί του, ζήλευα, ζήλευα, ζήλευα : Τον ερμητικά κλειστό του χαρτοφύλακα. Τα περιποιημένα κοστούμια και τ’ ακριβά παπούτσια του. Τη διάθεσή του κάθε πρωί να στολίζεται και να βγαίνει τριζάτος στους προβολείς του έξω κόσμου. Ζήλευα αυτόν κι ό,τι άλλο τον συνόδευε στο ταξίδι του προς την επιτυχία. Κάθε τι που δεν ήμουν …εγώ.

Μετά, ο έρωτας πέρασε, όπως και τα χρόνια από πάνω μου. Μπατάλεψα, ξέφτισα. Κι η ζήλια έγινε βουβός θυμός. Εδώ και χρόνια, θέλω ένα τέτοιο ένδοξο πρωινό να σταθώ μπροστά του και να του κόψω το δρόμο μπροστά στο άνοιγμα της εξώπορτας, για να τον φέρω - και μια φορά -- αντιμέτωπο με τη δικιά μου πραγματικότητα. Αυτήν που δεν έχει δει ποτέ του, γιατί είναι ασήμαντη και βουβή. Θέλω να τον κοιτάξω πια ίσια μες στα μάτια και να του πω

ΕΣΥ
Έχεις μήπως ποτέ αναρωτηθεί, πώς είναι άραγε να μην ορμάς ν’ ανακαλύψεις τον κόσμο;
Πώς είναι να μην μπορείς πια να ξαναβρείς τις λαμπερές προοπτικές που σε περίμεναν; Μιλάω γι’ αυτές τις προοπτικές που εγώ η ασήμαντη, εγκατέλειψα «πρόθυμα» για να στήσω το «ευτυχισμένο» σπιτικό μας …..
Έχεις ποτέ αναρωτηθεί πώς είναι να παραμελείς τελείως τον εαυτό σου; Να φτάνει μια μέρα που κοιτώντας το είδωλό σου στον καθρέφτη, να μη μπορείς ν’ αναγνωρίσεις πια τον άνθρωπο που κάποτε ήσουνα….
Έχεις ποτέ αναρωτηθεί πώς είναι να έχεις ξεχάσει να μιλάς για κάτι ενδιαφέρον σ’ έναν άλλο ενήλικο; Δίπλα στους άλλους πάει καιρός που νιώθω πια τόσο βαρετή, όσο και μια γέρικη κότα που κακαρίζει.

Και πιο πολύ, Νικόλα, που σ’ είχα και δεν σ’ είχα,

ΕΣΥ έχεις ποτέ σου αναρωτηθεί
Πώς είναι να ζεις μέσα στο τίποτα, και από το τίποτα; Παγιδευμένη για χρόνια μέσα σε κλειστούς αδιέξοδους χώρους, φροντίζοντας τις μεγάλες ανάγκες των  μικρών μας παιδιών;
Πώς είναι να σ’ έχουν ζέψει σ’ ένα ζυγό, να προσφέρεις δουλεία – πάντα όμως αόρατη!-- μέσα στους τέσσερεις τοίχους ενός σπιτικού; Τα επιτεύγματά σου να είναι τόσο ποταπά, που να φαίνονται σαν να ποτέ να μη γίνηκαν: Η καθαριότητα να ξαναγίνεται αμέσως βρωμιά, η γεύση του φρέσκου φαγητού γρήγορα να ξαναγίνεται πείνα….
Πώς είναι να τ’ απαρνιέσαι εντελώς, να μη θέλεις να τα θεωρείς κι εσύ η ίδια σημαντικά, για να μη λυγίσεις απ’ το φόβο αυτής της ευθύνης που δεν μπορείς να τη μοιραστείς, κι απ’ την πικρή τη γεύση της μοναξιάς;

Γιατί ΕΣΥ Νικόλα και σύντροφέ μου στη ζωή, πάντοτε πίστευες πως για μένα είναι αυτονόητο να στηρίζω τους πάντες και να μεγαλώνω παιδιά. Πως όλα ετούτα είναι μια απλή, μια ξέγνοιαστη και ξεκούραστη δουλειά που εύκολα προτίμησα… Πως « το ‘χω », επειδή είμαι γυναίκα. Κι όμως  σύντροφέ μου στα δύσκολα,  εσένα δεν σε ρώτησα ποτέ αν, 

Ξέρεις πώς είναι,
να ‘ναι ο κόσμος σου ολόκληρος βαμμένος γκρίζος; Γκρίζες χαρές, και γκρίζες λύπες. Γκρίζες αγγαρείες και γκρίζα παράσημα. Ευτυχία λειψή, που μέσα απ’ αυτήν μάταια να προσπαθείς να τραφείς. Δυστυχία αμοίραστη, μια που κανείς δε σε ρωτάει αν αποκαμώθηκες πια που τον στηρίζεις…. 

Τα παιδιά μας, τα παιδιά σου. Που εσύ ποτέ δεν ερημώθηκες γι’ αυτά. Που τόσα χρόνια κούρνιαζαν στη δικιά μου αγκαλιά για να βεβαιωθούν ότι θα είμαι πάντα πρόχειρη αν χρειαστεί, και  μετά πάλι τρεχούλιζαν μακριά μου, αφήνοντάς με ολότελα στραγγισμένη από ενέργεια. Κι εγώ η Πηνελόπη, να μην μπορώ ποτέ να θυμώσω μ’ αυτήν τη λεηλασία τους; Όχι, ποτέ ! Μπορούσα μοναχά ν’ αγαπάω, να τ’ αγαπάω πονεμένα και βαθιά, κάθε φορά και πονετικότερα, κάθε φορά και βαθύτερα από πριν.
Τα παιδιά μας. Τα παιδιά σου. Που τώρα μπαρκάρουν για τις δικιές τους θάλασσες, κι εμένα είναι φυσικό να μ’ αφήσουν πίσω. Μόνη εδώ, σ’ αυτό το γκρίζο δωμάτιο στο περιθώριο της Αγάπης, κρατούμενη της Αυταπάρνησης. Κρατούμενη δικιά σου, Νικόλα σύντροφέ μου στην οικογένεια.  

Τα βράδια τα πολλά που η τύχη σου αγνοείται μέχρι αργά, τις στεγνωμένες Κυριακές που σε κοιτώ σκυμμένον πάνω απ’ τα γραπτά σου, η απουσία σου δίπλα μου γίνεται πιο ηχηρή κι από κραυγή. Κι όμως, ούτε κραυγή δεν βγαίνει πια από μέσα μου. Σου γράφω μόνο αυτά τα γράμματα, που στα διαβάζω μέσα απ’ τη σιωπή μας.

Κάποτε, εσύ κι εγώ αγαπηθήκαμε. Μετά ίσως θυμώσαμε, κι έπειτα σίγουρα κλάψαμε, πάντα όμως μόνοι. Κρυφά ο ένας απ’ τον άλλον. Σήμερα, πενηνταπενταρίσαμε Νικόλα..…





Δώρα Νικολαΐδου Ιανουάριος 2014