Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Αγαπητό μου Ημερολόγιο, πήρα τις εξετάσεις: Έχω Καρκίνο στο Στήθος…







Τρίτη, 3 Δεκεμβρίου 2013.

Ψηφιακή μαστογραφία, συζητήσεις με το γιατρό, υπέρηχοι και πάλι, συζητήσεις με το γιατρό και στο τέλος βιοψία. Και τώρα που τα χαρτιά με τη φίρμα της κλινικής καραδοκούνε μέσα  απ’ το συρτάρι του κομοδίνου μου για να με καταστρέψουν, δεν θέλω κανένας να τα δει, κανείς ακόμα να το ξέρει. Μόνο εγώ.

Μόλις σήμερα το πρωί, δεν είναι δυό ώρες πριν, που στεκόμουν στο γκισέ της γραμματείας με τον άσπρο φάκελο στο χέρι μουδιασμένη. Από πάνω στον  αυχένα, μέχρι κάτω τη λεκάνη και τα πόδια, ένιωθα το σώμα μου στυφό σαν το ξύλο. Δεν το όριζα, ούτε κι αυτό όριζε πού έστεκε και πού πατούσε. Ξάφνου είδα την αίθουσα υποδοχής να γυρίζει γύρω μου σαν ανεμόμυλος και στήριξα τους αγκώνες μου επάνω στο γκρίζο μάρμαρο …., για να μην πέσω. Κοίταξα και πάλι τα χαρτιά που είχα ανοιγμένα μπροστά μου:  «Πόρισμα Ιστολογικής Εξέτασης». Διαβάζανε τα μάτια μου, όμως οι λέξεις δεν έβγαζαν νόημα.. «Βιοψία θετική». Τι θέλει να πει αυτό; Η τσιριχτή φωνούλα που ξεφύτρωσε από μέσα μου, εκείνη «η άλλη» που συχνά με ταλαιπωρεί με αλήθειες που δεν θέλω ν’ ακούω, μου ψιθύρισε σαρδόνια  
-   
      «Βιοψία θετική», φιλενάδα, σημαίνει Καρκίνος του μαστού. Καρκίνος στο στήθος δηλαδή, ακόμα δεν το έχεις καταλάβει; 
     Κι εγώ αντί γι’ απάντηση, της βάζω τις φωνές.  
-    Μπα που να σκάσεις ! Ένα κακόγουστο αστείο θα είναι, και τίποτ’ άλλο! Ή και, ναι ... μπορεί να κάνανε λάθος στο νοσοκομείο και να μου έδωσαν τ’ αποτελέσματα των εξετάσεων μιας άλλης!

Γιατί όχι; Πράγματι αυτό θα έχει συμβεί, πώς δεν το είχα σκεφτεί μέχρι τώρα; Να δεις που σίγουρα θα με πάρουν τηλέφωνο αύριο για να μου το επιβεβαιώσουν, μαζί με χίλιες συγνώμες για το τραγικό λάθος που έγινε εις βάρος μου. Ήδη βλέπω τον εαυτό μου μες στην τρελή χαρά,  να τους χαρίζω γενναιόδωρα τη συγνώμη μου χωρίς μνησικακίες κι ανταλλάγματα. Τι σημασία έχει ένα λάθος, αφού θα είμαι αλλά και θα νιώθω  πάλι ΥΓΙΗΣ;  Από αύριο μωρή, λέω σ’ εκείνην την σαρδόνια «άλλη» μέσα μου, θα μπορώ να προγραμματίζω τη ζωή μου όπως και χτες και προχτές, που δεν ήξερα τίποτα ακόμα.




Πέμπτη, 5 Δεκεμβρίου 2013

Από την κλινική δεν μου τηλεφώνησε κανείς. Εδώ και δυό μέρες, κάθε φορά που χτυπάει το τηλέφωνο τρέχω ξέπνοη να το σηκώσω. Όμως κάθε λεπτό που περνάει από προχτές κι εδώ, φτάνω και πιο κοντά στην υποψία πως ό,τι μου ψιθύρισε από μέσα μου εκείνη «η άλλη» η κακιασμένη», θα πρέπει τελικά να είναι αληθινό.

Ο άσπρος φάκελος της κλινικής είναι ακόμα παραχωμένος βαθειά στο συρτάρι του κομοδίνου. Ακόμα όμως κι από κει όπου τον έχω φυλακίσει με καταδιώκει. Είναι σάμπως τα γράμματα, οι λέξεις, οι αριθμοί κι οι μετρήσεις του να δραπετεύουν απ’ το χαρτί και να με κυνηγούνε παντού μέσα στο σπίτι για να με πυρπολήσουν.«Βιοψία θετική για καρκινικά κύτταρα..»
-        
           Δεν το βλέπεις χριστιανή μου; Επαναλαμβάνει αυτή « η άλλη». Έχεις καρκίνο στο στήθος, και καλά θα κάνεις να το χωνέψεις!

Στέκομαι σκυφτή πάνω απ’ το νεροχύτη της κουζίνας και καθαρίζω χόρτα. Καθώς βυθίζω το χέρι μου βαθιά μες στο νερό που μουλιάζουν και τα ξεπλένω απ’ το χώμα, να’ σου και πάλι η ενόχληση από το πρόσφατο τσίμπημα για τη βιοψία. Ασυναίσθητα, με τα δάχτυλά μου ακόμα να στάζουν νερά, αγγίζω δισταχτικά το σημείο που « με τραβάει». Να ‘τη πάλι η κρυφή ελπίδα ότι δεν θα το βρω, ότι όλα αυτά ήταν ένα κακό όνειρο και τώρα που ξυπνάω θ’ ανακαλύψω ανακουφισμένη πως  είμαι ασφαλής και καλά. Κι όμως το πλήγμα είναι ακόμα εκεί, το ψηλαφώ. Για να μου θυμίσει ότι μόλις την παραπροηγούμενη βδομάδα είχα πάει στην κλινική για να πάρουνε δείγμα ιστού από κείνο το σκληρό γρομπαλάκι που είχα ψηλαφήσει στο αριστερό μου στήθος.
  
Πώς μπορεί κάποιος να πλημμυρίσει από τόσα πολλά και τόσο έντονα αισθήματα μέσα σε μια και μόνο μέρα; Η απελπισία ξεχύνεται από μια χαραμάδα της καρδιάς σ’ όλο μου το σώμα και το παραλύει. Το μυαλό μου όμως, τρέχει ανάποδα και σκέφτεται μανιασμένα: Ο γιατρός δίχως άλλο θα μου πει ότι ο όγκος θα πρέπει να αφαιρεθεί. Πότε θα γίνει αυτό και πώς; Πώς την τρέμω τη νάρκωση Θεέ μου!

Και πώς θα το πω στον άντρα μου το Γιάννη; «Θα δεις που τίποτα δεν θα ‘ναι, τα περισσότερα απ’ αυτά βγαίνουνε καλοήθη », μου’ χε πει εκείνο το πρωί που μπαίναμε στ’ αυτοκίνητο για να πάμε στην κλινική για τη βιοψία. Όχι βέβαια πως κι ετούτος το’ χε πει μοναχά για να μ’ ανακουφίσει, α μπα. Τον ξέρω εγώ απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη το Γιάννη, κοτζάμ άντρας δύο μέτρα που δεν μπορεί  να τ’  αντέξει το πώς θα μπει η ζωή του - η δικιά του η ζωή ντε! -- σε περιπέτειες … «Εγώ έχω το σπίτι στον αυτόματο πιλότο!», έλεγε πάντα στον κολλητό του το Σταμάτη κι εννοούσε εμένα, που τα είχα μέχρι σήμερα όλα κουρδισμένα, ρολόι. Τώρα;

Και τι θα πω Θεέ μου, στα παιδιά; Πώς θα τους το παρουσιάσω για να μη νιώσουνε πως πάει, ήδη την έχουν  χαμένη από τώρα τη μάνα τους; Όχι, δεν θα τους πω τίποτα προτού ν’ αποφασιστεί τι πορεία θα πάρουν τα πράγματα. Μόνη μου θα το περάσω κι αυτό, όπως πάντα.

Βγάζω την τάπα απ’ το νεροχύτη να φύγουν τα βρώμικα νερά, κι αφήνω τα χόρτα ν’ αποστραγγίξουν στο τρυπητό. Τα δάκρυά μου αλμυρά και καυτά, στάζουν επάνω στα βρεγμένα τους φύλλα. Θα τα φάνε αλατισμένα, σκέφτομαι.

Βάζω την κατσαρόλα πάνω στο μάτι, να βράσει το νερό. Κι εξάλλου, ποιος να με καταλάβει τελικά εμένα; Κανείς. Όλοι είναι στην καρακοσμάρα τους,  απορροφημένοι με τα μικροπροβληματάκια τους που τα τραβάνε απ’ όλες τις μεριές και τα κάνουν βουνό. Κι οι φιλενάδες, κι ο αντρούλης μου και τα παιδιά, όλοι σ’ εμέναν ερχόντουσαν μέχρι σήμερα για να πούνε το κοντό και το μακρύ τους. Κι εγώ ο βλάκας, που έπρεπε να τ’ ακούω όλα αμίλητη και να βρίσκω λύσεις; Πού το πας αυτό; Αχ, ώρες- ώρες θυμώνω τόσο πολύ, που κανένας απ’ όλους τους  δεν είναι τώρα εδώ για ν’ ακουμπήσω κι εγώ κάπου το κεφάλι μου και να κλάψω σαν μωρό, τώρα που θέλω- δε- θέλω καθαρίζω χόρτα και δακρύζω πάνω απ’ το νεροχύτη : Μην τολμώντας  να φανταστώ, μην θέλοντας να ξέρω τι με περιμένει.

Αύριο πρέπει να πάρω το γιατρό να συζητήσουμε πάλι για τα περαιτέρω των περαιτέρω. Θεέ μου, πώς παγώνω και φοβάμαι…




Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου, 2013

Εξακολουθώ να λέω πως πρόκειται για ένα τραγικό λάθος της κλινικής. Και το βροντοφωνάζω στον  εαυτό μου.

Σήμερα το πρωί, σηκώθηκα όπως σηκωνόμουν και κάθε μέρα τα τελευταία είκοσι χρόνια του γάμου μου. Γερή, δυνατή, έτοιμη να πιάσω τον ταύρο και μαζί τις χίλιες υποχρεώσεις μου, απ’ τα κέρατα. Μα, δεν μπορεί οι άνθρωποι να είναι άρρωστοι και να νιώθουν δυνατοί όπως τώρα νιώθω εγώ, έτσι δεν είναι; Γι’ αυτό και λέω πως άδικα κρύβω τον άσπρο φάκελο στο συρτάρι μου, μιαν άλλην αφορά.

Ωστόσο, πρέπει σήμερα να πάρω τηλέφωνο το γιατρό μου. Ας του διαβάσω τι γράφουν μέσα τέλος πάντων αυτοί οι ασυγχώρητοι που μπέρδεψαν τα πορίσματα των ιστολογικών, κι ας κανονίσει αυτός μαζί τους να βρουν τα σωστά αποτελέσματα. Τα δικά μου αποτελέσματα.


Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013, το βράδυ


Πώς μπορεί να έχει συμβεί αυτό σ’ ΕΜΕΝΑ;

Ο γιατρός ήταν κάθετος. Η ιστολογική εξέταση που έχω λάβει είναι η δικιά μου. Κανένα λάθος, κανένα μπέρδεμα δεν έχει γίνει στη γραμματεία. Κι εμένα μου φαίνεται ότι απ’ το Γενάρη του 2013  θα μου κάνει ποδαρικό η απελπισία…

Μέχρι τώρα κάτι τέτοια τραγικά - που και πάλι δεν μπορεί και δεν θέλει να τα χωρέσει το μυαλό μου -- συνέβαιναν στις κακόμοιρες γνωστές των γνωστών μου. Γυναίκες που ήξερα λίγο ή και καθόλου. Στεναχωριόμουν βέβαια,  όπως λυπάσαι για έναν συνάνθρωπο, αλλά μετά ερχόταν η δική μου η καθημερινότητα κι έσπρωχνε την έγνοια τους μακριά. Ο καθένας με τα προβλήματά του, έλεγα. Αλλά τώρα … σ’ εμένα; Τι το τόσο κακό έχω κάνει για ν’ αξίζω  μια τέτοια τύχη;

Τελικά όμως, μήπως πράγματι ΚΑΤΙ έχω κάνει και τ’ αξίζω αυτό που έπαθα; Κάτι που δεν το ξέρω, κάτι που δεν το έχω καταλάβει μέχρι και σήμερα που η αρρώστια μού χτυπάει την πόρτα, και γι’ αυτό τιμωρούμαι σκληρά απ’ το Θεό.  Ένα ύπουλο αίσθημα ενοχής έρχεται έρποντας σιγά – σιγά και στρογγυλοκάθεται μέσα μου. Πάλι μιλάμε μεταξύ μας εγώ κι ο Θεός : 

-     Τι έκανα, πες μου! Του φωνάζω μ’ όλη τη δύναμη που μου δίνει η απελπισία μου. Πες μου τι έκανα για να το διορθώσω και να γίνουνε πάλι όλα όπως πριν. Όπως ήταν προτού αρρωστήσω, προτού ν’ αξίζω την τιμωρία σου… 

Κι όμως, ούτε φωνή αυτός, ούτε ακρόαση. Κάθομαι μόνη στην κρεβατοκάμαρα, άκρη – άκρη στο διπλό κρεβάτι. Σάμπως η θέση μου τόσα χρόνια εκεί, δίπλα στον άντρα μου να ήταν δανεική, σαν να μην είναι πια δική μου. Κοιτάω τα κολλαρισμένα σεντόνια, τα σχέδια επάνω στην παπλωματοθήκη. Οι κλάρες και τα λέλουδα του ντεσέν μπλέκονται μεταξύ τους ανυποψίαστα. Μα εγώ φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ, για το τι κακό θα κρύβει για μένα αυτό το 2014 που θα ‘ρθει.

Γιατί σ’ ΕΜΕΝΑ Θεέ μου, μου λες; Εσύ, περισσότερο απ’ όλους μου χρωστάς μια εξήγηση !




Σάββατο, 16 Δεκεμβρίου 2013.

Αγαπημένο μου στήθος… Εκεί όπου ήσουν τώρα πιάνω ένα κενό, μια ανώμαλη κοιλότητα στο μέρος όπου μέχρι πριν λίγες μέρες φούσκωνες εσύ, το πρώτο καμάρι μου.
Πόσες αισθήσεις γνώρισα μαζί σου από έφηβη που ήμουν μέχρι που έγινα γυναίκα….. Πόσες αγάπες γνώρισες τότε που ήσουνα το φρέσκο φρούτο του έρωτα! Κι έπειτα, στα χρόνια της μητρότητας,  πόση απ’  τη λάγνα ομορφιά σου θυσίασες για χάρη των παιδιών μου! Μέστωσες όμως κι έγινες πηγή ζωής,  ζέστανες με το γάλα σου τα χείλη και την καρδιά τους.

Τ’ ομολογώ βέβαια πως από κείθε κι ύστερα δεν ήσουν πια το φρέσκο φρούτο του έρωτα. Δεν ήσουν πια το κέντρο της γυμνής μου θηλυκότητας. Όμως και πάλι ΣΕ ΕΙΧΑ, εγώ κι εσύ ήμασταν δεμένες κι αχώριστες. Άσε που όταν σ’ έντυνα μ’ ένα βαθύ ντεκολτέ κι ένα καλό σουτιέν, εσύ μπορούσες και πάλι να χαμογελάς υποσχετικά κάτω απ’ το αντρικό βλέμμα.

Αγαπημένο, αριστερό μου στήθος, πόσο μου λείπεις…. Τώρα που σου γράφω αυτές τις γραμμές, συνειδητοποιώ ξαφνικά πως ο παραλήπτης των φόβων και των ενοχών μου δεν είναι πια το παλιό μου φθαρμένο ημερολόγιο. Τώρα πια, ο παραλήπτης της αγωνίας και της νοσταλγίας μου είσαι πια εσύ,  το χαμένο μου αριστερό στήθος, εσύ που πριν μέρες μας χώρισαν τόσο ξαφνικά και άδικα.

Αγαπημένο μου στήθος, μερικές φορές μου είναι δύσκολο να θυμηθώ πως δεν είσαι πια εδώ. Χρειάζεται ν’ αγγίξω τη σάρκα που άφησες πίσω σου και να σε ξεσκεπάσω σε μια μοναχική μου, πολύ προσωπική στιγμή μπροστά στον καθρέφτη, για να σκεφτώ...
Πόσα πράγματα άλλαξαν από τότε που χωριστήκαμε και πόσα δεν θα γίνουν ποτέ όπως παλιά; Τώρα πια νομίζω πως μπορώ ν’ αναγνωρίσω το πρόσωπο της θλίψης, επειδή ήρθε πλέον σ’ απόσταση αναπνοής και μου χτύπησε βροντερά την πόρτα. Δεν κλαίω πια όπως στην αρχή, μόνο λυπάμαι. Θλίβομαι βαθιά και σε πενθώ σαν να ήσουν άνθρωπος δικός μου, φίλη και συνοδοιπόρος μου στα ωραία και στα άσχημα.
Αγαπημένο μου αριστερό στήθος, είσαι εκείνο που ακουμπούσε στο μέρος της καρδιάς. Σε φιλώ και δακρύζω συχνά γιατί δεν σ’ έχω πια και μου λείπεις, σε φιλώ όμως και δακρύζω συχνά γιατί έχοντας φύγει εσύ άφησες άθικτη τη ζωή που ακόμα δεν πρόλαβα να ζήσω κοντά σ’ αυτούς που πιο πολύ απ’ όλα αγάπησα …

 © Δώρα Νικολαΐδου 2014


Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Η Mαζώχτρα



                                                   

                                               Αφιερωμένο σ’ όλους εμάς
                                               που ξοδεύουμε τη ζωή μας σε σκοπούς που είναι άσκοποι



Μαγιάτικη βροχούλα ξεπροβάλλει ντροπαλά μέσα απ’ τα σύννεφα, μπιμπιλώνει ταχτικά την άσφαλτο, τους λάκκους και τα ρείθρα. Η αποβάθρα του σταθμού γιομάτη κόσμο που σκοτώνει μιάν ώρα μαζί με τους φόβους του. 

Μπροστά μου ο μόχθος είναι εκείνη, που σκύβει  την πλάτη πάνω από κατουρημένες γωνιές, να συγκεντρώσει χίλια κι  ένα ανθρώπινα αποκαΐδια. Που συλλέγει ευλαβικά πατημένες γόπες, τσαλακωμένα χαρτάκια αγωνίας και σύριγγες της  χρήσης.

« Καρέκλες θα ρίξει….» Λέει δίπλα μου μια φωνή. Πέρα στο φόντο, όμοιες με μανιτάρια ανοίγουν δυό ομπρέλες. Τριγύρω βλέπω ώμους που ανασηκώνονται, να προστατέψουν  κάποιον σβέρκο μην τον φάει  η βροχή. 

Φυσούνι αντάρτικο χυμάει τώρα πάνω στους κόπους της,  και τα  χαρτάκια, άσπρα, ασημιά και ροζ τρεχουλίζουν πάλι πάνω στα πλακόστρωτα. Στροβιλίζονται ανάστατα μπροστά στις μπούκες του σταθμού.  Παραμονεύουν πίσω απ’ τις γωνιές κι ορμούν καταπάνω της, θαρρείς και της γελούν κατάμουτρα.

Θόλωσε ο ουρανός πάνω απ’ τις στέγες και κανοναρχάει. Χωθήκαν στο θαλάμι τους προσωρινά ταξιδιώτες, περαστικοί και σταθμαρχέοι. Τώρα μονάχα ακούς τη μπόρα πάνω στις τζαμαρίες σαν άγριο γαζί, κι απ’ τις μακρινές αρτηρίες της πόλης ακούς το συρτό μοιρολόι των φρένων. 

Πάνω στα βροχόνερα που κοχλάζουν, κατρακυλάνε τώρα τα σκουπίδια στον κατήφορο. Κι ετούτη, ταγμένη πάντα στο δικό της άσκοπο σκοπό, χώνει βαθειά τη σκούπα στο χείμαρρο, κι επίμονη, πειθήνια, σκουπίζει.

©  Δώρα Νικολαΐδου 2013

ΘΑ ΠΑΩ ΣΤΟΥΣ ΑΝΩΝΥΜΟΥΣ …. ΝΟΜΠΕΛΙΚΟΥΣ!




Ξεκίνησα να γράψω το πρώτο μου άρθρο για το Νόμπιλε. Πήρα καφέ, πήρα προμήθειες στα απαραίτητα «Νάτσος με τυρί» που μου κάνουν τη συγκέντρωση γευστική απόλαυση, άνοιξα τις απαραίτητες σημειώσεις της δουλειάς, και έλαβα … θέση μάχης μπροστά στο pc. Θέμα; Το σύνηθες και αναμενόμενο. Η φιλενάδα μου « Η Λεκτική Κακοποίηση», μόνιμη σύντροφός μου για τα τελευταία δύο χρόνια. Αυτό είχαμε συμφωνήσει να γράψω αρχικά με τον Άρη το Νόμπελη, ιδρυτή του ομώνυμου portal. Ένας χείμαρρος ιδεών και αφηγηματικών σεναρίων άρχισε να ρέει στο μυαλό μου. Πώς θα «στήσω» την παρουσία μου, αν το ύφος του λόγου θα είναι επιστημονικό ή παρεΐστικο, πόσο θα επεκτείνω το κάθε θέμα για να μην κάνω τον αναγνώστη να βαρεθεί. Όλα καλά, Άρη, είπα μπαίνοντας σ’ έναν εσωτερικό διάλογο με τον κλειδοκράτορα της επικοινωνίας μου με τον ιντερνετικό κόσμο, αλλά μου έβαλες δύσκολα. Νομίζεις πως είναι απλό να γράψω για ένα θέμα τόσο δυσάρεστο χωρίς να επιβαρύνω ψυχολογικά τον αναγνώστη σου και χωρίς να τον κουράσω; Ο φανταστικός Νόμπελης απέναντί μου δεν μου απάντησε τίποτα, κι εγώ παρέμεινα  αντιμέτωπη με την άδεια οθόνη μου.
Σήμερα που σας μιλώ, έχω αποκτήσει στη ζωή μου κάτι πολύ ξεσηκωτικό. Μια αμαρτωλή, παράνομη σχέση. Μη σκεφτείτε άντρα, α μπα, δεν παίζει τίποτα σ’ αυτό το σκηνικό. Σχέση με το nobile.gr εννοώ, και μην βιάζεστε να γελάσετε. Ναι, είναι ξεσηκωτική γιατί γράφω νυχθημερόν, στην πορεία σταματώ για ν’ αυτο-θαυμαστώ ή ν’ αυτο-μαστιγωθώ, ανοίγω αρχεία και κλείνω αρχεία με την ευκολία ενός απόλυτου ηλεκτρονικού δικτάτορα, στέλνω τα κείμενά μου με mail και μετά περιμένω να χειροκροτήσω από χαρά σαν μικρό παιδί όταν θα τα δω ν’ αναρτώνται. Αλλά αμαρτωλή, γιατί; Μα γιατί ψάχνω να σφηνώσω ευκαιρίες για να γράψω, μέσα στην ήδη φίσκα καθημερινότητά μου. Ξεκλέβω δέκα λεπτά από δω, μισή ώρα από κει, ένα τεταρτάκι πριν να έρθει η επόμενη συνεδρία μου. Κι όλο αυτό είναι εθιστικό. Σαν πρέζα που την πήρα και μ’ άρεσε, σαν αλκοολούχο που κυλάει γλυκά στο αίμα μου και μου χαλαρώνει τα μέλη, σαν τζόγος που παίζω με τη βεβαιότητα ότι πάντα θα κερδίζω.
Οδηγώ, σκέφτομαι τι θα γράψω για το noblile. Παρκάρω, βάζω τελεία στην τελευταία μου πρόταση που κλείνει το άρθρο. Μαγειρεύω, ψάχνω «καρυκεύματα» για να κάνω τα δυσάρεστα που γράφω στο αρθράκι μου, πιο εύγευστα. Κρύβομαι πίσω από πόρτες όταν με ζητούν, παρκάρω πρόχειρα επάνω σε πεζοδρόμια, λέω αρλούμπες όταν μιλάω στο τηλέφωνο με τη μάνα μου, για να γράψω βιαστικά στο μπλοκάκι μου κάποια ιδέα που μου έχει έρθει, μην τυχόν και την ξεχάσω. Λέω και ψέματα άμα λάχει, πως τάχα δεν σκέφτομαι το nobile, αλλά πως έχω πονοκέφαλο και τα παρόμοια. Πώς αλλιώς θα μπορούσα να « συνουσιαστώ» μ’ αυτήν την κατά τ’ άλλα απαιτητική και καταπιεστική μου καθημερινότητα;
Να έχουν καταντήσει κι άλλοι σαν εμένανε; Αναρωτήθηκα πολλάκις. Μέχρι χτες, που βρέθηκα να πίνω καφέ με τις δύο συντάκτριες του Νόμπιλε, τη Μαρίνα και την Ειρήνη. Μάτια κόκκινα και πρησμένα απ’ την αϋπνία, καρποί μουδιασμένοι απ’ το χτύπημα στο πληκτρολόγιο. Τα ίδια χάλια κι αυτές, αλλά … πρεζόνια. Εκεί παιδί μου, αξεκόλλητες! Για να μην πω για τη φίλη μου τη Χρύσα, αθεράπευτη κατάστασις! Τελικά, το μόνο που σώνει τους συνεργάτες του portal, είναι να κάνουν μια σφιχτά δεμένη ψυχο-θεραπευτική ομάδα απεξάρτησης.
Δεν ντρέπομαι λοιπόν που το ομολογώ : Το nobile έχει γίνει το κρυφό μου βασίλειο, η ψυχοθεραπεία μου, η πρέζα μου. Και για όλα φταις εσύ Άρη Νόμπελη, γι’ αυτό μου το κατάντημα που με παρασέρνει σε αφάνταστα σαρδάμ. Φταις εσύ που με σέρνεις σε ξενύχτια που μ’ αφήνουν ζόμπι ν’ αντιμετωπίσω την επόμενη μέρα. Φταις εσύ που μου «άρπαξαν» προχτές τα μπιφτέκια, γιατί διόρθωνα αράδες στην οθόνη του pc.

Και εν τέλει, φταις εσύ αν, για να αποτοξινωθώ απ’ την μοιραία πλέον έξη μου, θα πάω να θεραπευτώ στους Ανώνυμους Νομπελικούς

© Δώρα Νικολαΐδου, Ιανουάριος 2014

Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα των Ανδρών



Ραντεβού στα τυφλά. Είχε δει κι είχε αποειδεί η επιστήθια φίλη μου η Άννα να μου βρει αντρική συντροφιά. Τριάντα οκτώ χρονών εγώ, έξη χρόνια χωρισμένη, με μια κόρη εφτά χρονών στην πλάτη μου για να τη μεγαλώσω μόνη – την ίδια στιγμή πατέρας και μάνα – πού να μου μείνει μυαλό κι αντοχή για να συνάψω ερωτικούς δεσμούς;
«Ζητούν κι οι δεσμοί τα σέα τους και τα μέα τους», έλεγα. «Δεν μπορώ ν’ ανταποκριθώ ακόμα σε τέτοιες δεσμεύσεις».

« Αράχνες έπιασες καημένη! Έχει να σ’ ακουμπήσει αρσενικό απ’ την επανάσταση του ‘21!», μου έβαζε πόστα η φιλενάδα μου. «Βάλε τουλάχιστον μπροστά να κάνεις καμιά γνωριμία, και … τρώγοντας θα σου ‘ρθει η όρεξη!».

Εγώ στην αρχή, ανένδοτη. Είχα χορτάσει πια βλέποντας σουλούπια και σουλούπια, ων ουκ έστι αριθμός : Πενηντάρηδες κουρασμένους play-boy κι ανέραστους πληροφορικάριους. Σαραντάρηδες (και κάτι) άρτι χωρισμένους, να ψάχνουν αγωνιωδώς επιβεβαίωση μοστράροντας δίπλα τους οξυζεναρισμένες «γλάστρες». Βλέποντας κι ευειδείς αρσενικούς, αλλά ανακαλύπτοντας στην πορεία ότι είναι πιστοί  εραστές του… ανδρικού φύλου. Καμαρώνοντας ματσωμένους παππούδες να ψάχνουν παιδούλες προς «σεξουαλική υιοθεσία». Από την άλλη, όσοι κάπως θα «στεκόντουσαν» για σύντροφοι, ήταν «κατειλημμένοι». Και για μένα, το να γίνω η τρίτη σε ερωτικό τριγωνάκι δεν ήταν η καλύτερή μου. Άντρα  ήθελα, που να με γεμίσει ως γυναίκα. Όχι… μουσικό διάλειμμα !
«Ειρήνη κάτσε στ’ αυγά σου προς το παρόν», παρηγορούσα τον εαυτό μου. «Θα μεγαλώσει κι η μικρή, πού θα πάει, και θα ‘χεις περισσότερο χρόνο για τον εαυτό σου. Τότε θα δεις τι θα κάνεις και με τα ερωτικά….» 

« Κακώς!» Εξακολουθούσε να επιμένει η φίλη μου η Άννα. «Δεν είναι έτσι όπως τα λες, είναι που δεν τα έχεις ψάξει καλά».

Και σκάει μύτη η καλή σου ένα απόγευμα απ’ το σπίτι μου με μια εφημερίδα, τσακισμένη στην άκρη στη στήλη « Σχέσεις». Αποπληξία έπαθα. Μα θα μπλέκουμε τώρα με ροζ γνωριμίες; Θα κάνουμε δηλαδή τώρα κι εμείς αυτά που κοροϊδεύουμε; 

«Άννα», της λέω, «ούτε να το συζητάς! Εγώ δεν ψάχνω άντρα από δω μέσα. Όλο «κουλούς» κρύβουν αυτά ή συνοδούς πολυτελείας».

«Κάτσε βρε πουλάκι μου», να επιμένει εκείνη. «Μην είσαι προπέτης!  Νομίζεις πως δεν υπάρχουν τριγύρω και μια χαρά άντρες που είναι απομονωμένοι κοινωνικά σαν κι εσένα, αλλά ντρέπονται να βγουν στη γύρα; » Αυτό μ’ έκανε ομολογουμένως να κοντοσταθώ. Όσο και να’ ναι, ακουγόταν λογικό το επιχείρημα….

 «Ας πάει στα κομμάτια», της είπα στο τέλος, «διάβαζε λοιπόν να δούμε τι θα δούμε…»
Καταλήξαμε σε μια αγγελία που φαινόταν σοβαρή και μετρημένη : 

« Κύριος, 48 ετών, σε πολύ καλή φυσική κατάσταση και με άψογους τρόπους, αναζητεί Ελληνίδα κυρία ( αυτό απέκλειε τις αλλοδαπές προικοθήρες ) ευπαρουσίαστη και όχι πάνω από 36 ετών, για σοβαρή σχέση. Κινητό και τα λοιπά, και τα λοιπά ».
Η Άννα μου έριξε μάλιστα και την ιδέα να μην τον πάρω από το κινητό το δικό μου. «Μην και δε σ’ αρέσει, κι αυτός μετά σου γίνει τσιμπούρι….». Αυτό με ανακούφισε. Ένα ραντεβού στα τυφλά θα ήταν, όχι σαμαροσκούτι. 

….. Κι έτσι, έκανα το ριψοκίνδυνο βήμα. Τηλεφώνησα.
Από την άλλη μεριά της γραμμής η φωνή που ακούστηκε ουδεμία σχέση είχε με το πώς είχα πλάσει στο μυαλό μου τον « … κύριο 48 ετών με καλή φυσική κατάσταση». Τρεμουλιαστή και σε τόνους λίγο ψηλότερους απ’ το σύνηθες. Παρόλα αυτά, το ραντεβού στα τυφλά κλείστηκε για δύο απογεύματα μετά, ακριβώς στις 7, μπροστά στα Applebees της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Με το που φιξαρίστηκε, αμέσως το μετάνιωσα.
«Κακή αρχή κάναμε. Τέτοια φωνή προϊστορική….,» είπα μετά στην κολλητή μου την Άννα.

« Σώπα καλέ, ακόμα δεν τον είδες και πας να τον βγάλεις off !» Μου έβαλε πάγο εκείνη. « Μην είσαι προκατειλημένη, μπορεί να ήταν και το τρακ της πρώτης επαφής, μπορεί και να σου φάνηκε !».

Η μέρα του Ραντεβού στα Τυφλά είχε φτάσει νωρίτερα απ’ όσο το άντεχα. Έφτασα στο σημείο του ραντεβού τρία λεπτά πριν τις επτά. Δεν μ’ αρέσει να με περιμένουν οι άνθρωποι. Στάθηκα μπροστά στην περιστρεφόμενη πόρτα του εστιατορίου και περίμενα να εμφανιστεί ο αναμενόμενος. Του είχα περιγράψει καταλεπτώς τι ρούχα θα φορούσα, μιας και τα είχα ήδη επιλέξει. Δεν ήθελα να είναι ούτε προκλητικά ώστε να δίνουν άδικα υποσχέσεις, ούτε όμως και να με κάνουν να μοιάζω σα θεούσα. Τουλάχιστον, το ότι δεν θα ‘μουν τίποτα διαφορετικό από τον καθημερινό μου εαυτό, με έκανε να αισθάνομαι μια κάποια παρηγοριά.

 «Σ’ αρέσει - δε σ’ αρέσει αυτό που βλέπεις, αυτό θα πάρεις!» Έλεγα από μέσα μου καθώς στεκόμουνα σαν σημαδούρα μπρος τα σκαλοπάτια του Applebees

 Τα λεπτά έτρεχαν. Πήγε επτά και πέντε, επτά και δέκα, επτά και τέταρτο. Και καθώς η ώρα περνούσε ανησυχητικά, άρχισα με τα μάτια μου να σβαρνίζω τριγύρω. Μήπως ο άνθρωπος  ήταν ήδη  εκεί και δεν μ’ είχε αναγνωρίσει;

«Για να δούμε…  Στο περίπτερο, ένας νεαρός με piercing στα φρύδια αγοράζει καπνό, παραδίπλα στέκεται ένας παππούς με κάτι μπόγους που περιμένει το λεωφορείο. Πίσω απ’ την πλάτη μου περνάνε τρία πιτσιρίκια με τσάντες φροντιστηρίου και φωνάζουν για να τους ακούσει όλη η Πανόρμου. Μπα, κανείς υποψήφιος. Α, για δες,  κι ένας τύπος ντυμένος αλλόκοτα χαζεύει τη μόστρα του κρεπατζίδικου παραδίπλα ….».

Εδώ και ώρα τον είχε πάρει το μάτι μου να στέκεται εκεί, αλλά σίγουρα ήταν κι αυτός άσχετος. Τράβηξα τη μανσέτα του παλτού μου κάπως επιδεικτικά, και κοίταξα την ώρα που ήταν περασμένη. «Επτά και εικοσιπέντε ακριβώς θα φύγω έτσι ακριβώς όπως έχω έρθει.  Όπως δεν μ’ αρέσει να στήνω κόσμο, δεν μ’ αρέσει καθόλου και να με στήνουν!», είπα μέσα μου και πήρα μια γερή τζούρα θριάμβου. Επιτέλους, το ραντεβού θα το γλίτωνα και μάλιστα, με  άριστη δικαιολογία!

Ωστόσο, το κοίταγμα του ρολογιού φάνηκε να είχε … δραστικά αποτελέσματα. Ο « άσχετος» ξαφνικά ξεκόλλησε απ’ τη βιτρίνα, και με βήματα αβέβαια με πλησίασε διστακτικά. Οι φόβοι μου σχετικά με τις αγγελίες είχαν επιβεβαιωθεί :  Μαλλί περμανάντ ( ναι, για άντρα μιλάω) φρεσκοβαμμένο «μαονί», σε τόνους κομοδίνου. Βαμμένα κομοδινί και τα φρύδια, ώστε ούτε τρίχα άσπρη να μην ξεφεύγει απ’ το τεχνητό αυτό κράνος. Σακάκι ανοιχτόχρωμο με μεγάλα καρό,  υπερμεγέθεις βάτες στους ώμους. Το σταύρωμα των κουμπιών, απ’ τον αφαλό και κάτω. Μανίκια που σέρνονται χαμηλά, μέχρι τις άκρες των δακτύλων. Δανεικό; Δεν ήξερα, μα την αλήθεια μου. Το μόνο σίγουρο ήταν πως το ‘χαν  κομμένο και ραμμένο επάνω σ’ έναν άντρα δύο φορές πιο ψηλό απ’ τον μελλοντικό μου συνοδό. Μια τέτοια «καλή φυσική κατάσταση» ήταν κάτι που ομολογουμένως, δεν το περίμενα…. Χριστέ μου, σκέφτηκα, από μακριά μοιάζει με τον Robocop ! Και είχα μόλις μετανιώσει που δεν είχαν προλάβει να παρέλθουν οι επτά κι εικοσιπέντε.

« Είστε η Ειρήνη;» ρώτησε η ίδια ψιλή, τρεμουλιαστή φωνή που είχα ακούσει κι απ’ το τηλέφωνο. Ήτανε πλέον πολύ αργά για το σκάσω. Καθίσαμε σε ένα τραπεζάκι για δύο, στον πάνω όροφο του Applebees. Αμηχανία. Μετά από τρία λεπτά ήρθαν κι οι δύο φυσικοί χυμοί λεμόνι που είχαμε παραγγείλει. Προς το παρόν εγώ προσευχόμουνα να τρέξει η ώρα, απασχολώντας εντωμεταξύ τα μάτια μου με το πώς στριφογύριζαν τα παγάκια μέσα στο ποτό όταν τα κυνηγούσα με το ροζ καλαμάκι. Πώς αλλιώς να κάνω, που τον έβλεπα και μ’ έπιανε ναυτία….

« Σας παρατηρούσα από πριν», μου εξομολογήθηκε, « Έχω έρθει απ’ τις επτά παρά. Αλλά μου φαινόσασταν πολύ νεότερη από τριάντα έξη, και είπα δεν θα είναι εκείνη… ». Και πού να του πω, πως το δικό του κομοδινί  μαλλί μάταια προσπαθούσε να κρύψει πως δεν ήταν σαράντα οκτώ. Το πιθανότερο δε απ’ όλα, πενήντα οκτώ…, σκέφτηκα έντρομη.

«Σας ευχαριστώ για τα ενθαρρυντικά σας λόγια, αλλά έχω κλείσει τα τριάντα οκτώ,» είπα και προσπάθησα να φανώ πως χαμογελάω ανέμελα. Δεν μου προέκυψε, το χαμόγελο βγήκε κάπως στεγνό.

Το θέμα της συζήτησης το διάλεξε αυτός. Είχε σαν κέντρο τις γυναίκες που, « Πολύ κομπλεξικά» κατά τη δική του τη γνώμη, « …..προσπαθούνε μάταια πάντα, να κρύψουν την ηλικία τους»… Άκουγα καλά; Ναι, ο συνομιλητής μου αγόρευε παθιασμένα.

« Γιατί τόσος πανικός για τα χρόνια τους; Δεν το καταλαβαίνουν ότι το ψέμα κάποτε θα βγει στην επιφάνεια;» Με ρώταγε και με ξαναρώταγε. Μπήκα στον πειρασμό να αντιστρέψω την ερώτηση.

«Και προς τι τόση υστερία καλέ μου Robocop, γιατί τόσο «δήθεν» και τόσο φτιασίδωμα;» Μάλλον ο επίδοξος συνοδός μου « εξ ιδίων έκρινε τα αλλότρια». Κρατήθηκα όμως, σαν γνήσια μαζοχίστρια.

« Ήρθες που ήρθες, για τιμωρία θα την “εκτίσεις” τη θητεία σου σ’ αυτό το ραντεβού μέχρι τέλους!»  Είπα στον εαυτό μου.

…. Η ώρα εντούτοις «σκάλωνε» συνέχεια, και τα λεπτά κυλούσαν δραματικά αργά. Ο συνοδός μου με πληροφόρησε πως ήταν εδώ και πολλά χρόνια χωρισμένος, κι είχε δύο κόρες εικοσιπέντε και εικοσιεπτά χρονών, εργαζόμενες. Η μία απ’ αυτές ήταν μάλιστα και … κομμώτρια. ( Κι εδώ επιτέλους λύθηκε το μυστήριο της κόμης περμανάντ, χρώματος κομοδινί ). Με την πρώην γυναίκα του είχαν χωρίσει πολιτισμένα.

« Είμαστε οι καλύτεροι φίλοι!» με διαβεβαίωσε. Φταίω εγώ που κρίνοντας από τα μέχρι τότε φαινόμενα, δυσκολευόμουνα τώρα να το πιστέψω; Του είπα και τα δικά μου: Ότι είμαι χωρισμένη επίσης αρκετά χρόνια, κι ότι έχω ένα κοριτσάκι επτά χρονών.

«Μιας και χωρίσαμε από πολύ ενωρίς με τον πατέρα της –που είναι κι άφαντος από τότε -- θέλω να είμαι όσο το δυνατό περισσότερο παρούσα στη ζωή της. Δεν είμαι τυχερή σαν κι εσάς, που τα παιδιά σας είναι πλέον ανεξάρτητα», συμπλήρωσα. Αυτός με άκουγε «φορώντας» ένα χαμόγελο που εκ πρώτης όψεως έμοιαζε συγκαταβατικό. Μετά τέλος πάντων απ’ αυτά τα εισαγωγικά, ήρθε η ώρα να μπούμε και στο επίμαχο θέμα, του σκοπού της γνωριμίας μας. 

« Τώρα που έχω τακτοποιήσει τη ζωή μου κι έχω αρκετό χρόνο και χρήμα για να τη γλεντήσω, ψάχνω μια γυναικεία συντροφιά», έτσι το έθεσε, μέχρι εδώ, καλά. « Θέλω να μπορούμε να πηγαίνουμε εκδρομές και ταξίδια τακτικά, και όταν είμαστε στην εδώ στην Αθήνα, να περνάμε μαζί κάποια απ’ τα απογεύματα της βδομάδας».

Σ΄ αυτό το σημείο τ’ ομολογώ πως, προκαταβολικά, πολύ ανακουφίστηκα με τη σκέψη πως εγώ - εκ των πραγμάτων -- δεν θα μπορούσα να είμαι η γυναίκα αυτή. Και του το είπα ευθαρσώς… 

« Γιατί;» Αναφώνησε τότε αυτός, σαν να μην είχε καταλάβει τι του έλεγα τόση ώρα. « Μα, είστε μια χαρά γυναίκα. Μ΄ αρέσετε όπως ακριβώς είστε !»  Τώρα το πράγμα είχε αρχίσει να μπλέκει. Μόνο εκείνος διαλέγει;

«Τι βλέπω; Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει! », πήγα να του τη μπω αυθαδέστατα, αλλά και πάλι κρατήθηκα. Η φωνή της κολλητής μου της Άννας ξανατρύπωσε στο μυαλό μου.  «Άντε καλέ, για κομπλιμέντο θα το είπε ο άνθρωπος. Για να σου δώσει μια νότα αισιοδοξίας που εσύ δεν τη διαθέτεις. Είδες που στα έλεγα ότι δεν πρέπει να είσαι τόσο προκατειλημμένη;» Με έβαζε στη θέση μου. Όμως αυτή τη φορά δεν έκανα πίσω, και συνέχισα σθεναρά.

«Για σας το καλύτερο είναι να βρείτε μια γυναίκα  που να είναι μεν 36 χρονών, να μην έχει όμως οικογενειακές υποχρεώσεις…» του ξανάπα, μπας και αυτή τη φορά το εμπεδώσει.

« Μα τι μου λέτε τώρα,» αναφώνησε ο συνομιλητής μου «  κάτι τέτοιες γυναίκες το μόνο που θα έχουν στο μυαλό τους είναι πώς να σε κουκουλώσουν για να κάνουν παιδιά! Κι εγώ έχω πάρει διαζύγιο, τα παιδιά μου τα έκανα κι ούτε άλλο γάμο θέλω!» Τι ήθελα κι επέμενα, ευελπιστώντας πως θα του εμφυσήσω ένα πνεύμα αισιοδοξίας;

«Λογικό το ακούω αυτό», συνέχισα αμετάπειστη, «όμως τότε δεν θα ήταν πιο καλά αν αναζητούσατε μια γυναίκα, όχι τριάντα έξη, αλλά συνομίληκή σας ( υποτίθεται! ) γύρω στα σαράντα οκτώ; Στην ηλικιακή αυτή κατηγορία μπορείτε να βρείτε γυναίκες - πολύ αξιόλογες πραγματικά -- που να έχουν εξίσου μεγάλα παιδιά με τα δικά σας».

Άναψε και κόρωσε αυτός.  Το πρόσωπό του γέμισε με κόκκινα στίγματα απ’ τη σύγχιση σαν να πέταξε ιλαρά, και τώρα μου φανήκανε ακόμα πιο κόκκινα τα ακαζού μαλλιά του.
« Μα τι θέλετε να μου πείτε δηλαδή, να τη γηροκομώ στα χάλια που θα είναι και να της σκουπίζω τα σάλια;»

Α, όλα κι όλα! Εδώ τα πράγματα πήραν επικίνδυνη τροπή: Γυναίκα σαράντα οκτώ ετών βαθειά χαμένη μες στο Αλτσχάιμερ! Για τέτοιες καταστάσεις μου μιλούσε ο ενθουσιώδης θαυμαστής μου ο Robocop. Από εκείνο το σημείο και μετά, ε, είπα κι εγώ να το διασκεδάσω, κι επιστράτευσα το πιο χαζοχαρούμενό μου χαμόγελο.

« Καλά, μα κι εσείς δεν είσαστε παρά σαράντα οκτώ ετών, και μια χαρά άντρα σας βλέπω…»
« Μα, τώρα ίσια κι όμοια είμαστε δηλαδή άντρες και γυναίκες; Οι γυναίκες σπάνε πιο γρήγορα απ’ τους άντρες. Ακριβώς γι’ αυτό κι εγώ στην ίδια ηλικία, κρατιέμαι ακόμα μια χαρά. Με τίποτα δεν θέλω σαρανταοκτάρα, σας το είπα ξεκάθαρα!»
Ε, τότε πια αποφάσισα προτού το λήξω αυτό το ραντεβού, να  τραβήξω το αστείο όσο πάει περισσότερο, για να δω ως πού προτίθεται να το φτάσει.

«Σωστά λοιπόν, ας τις βάλουμε στην άκρη τις σαρανταοκτάρες!», συμφώνησα. Αφού λοιπόν έχετε οικονομική άνεση και μπορείτε να προσφέρετε στη γυναίκα που θα είναι μαζί σας μια άνετη ζωή, γιατί να μην αναζητήσετε και μια γυναίκα ακόμη και κάτω των τριάντα….»

Περίμενα να δω την αντίδραση. Στην αρχή, σιωπή. Και μετά, πάλι τα φρύδια του σηκώθηκαν στον αέρα.
« Μα τι μου λέτε πάλι, ξέρετε; Κάτι τέτοιες θα με ήθελαν μόνο για τα λεφτά μου!»
Ε, πολύ σωστά, τέτοια άψογη φυσική κατάσταση, τέτοια συγκρότηση χαρακτήρα και τέτοια νιάτα να πάνε αναξιοποίητα; Ο Robocop ήταν αδύνατον να μεταπειστεί. Ήθελε σώνει και καλά να βρει τη γυναίκα όπως την είχε πλάσει με τα δικά του μέτρα: «Μαΐων ακριβώς τριάντα έξη, χαριτόβρυτη, ελευθέρα υποχρεώσεων, υπεράνω χρημάτων και προπαντός… με υπερ-ώριμα γούστα στους άντρες». Αυτά ακριβώς έπρεπε να γράφει η αγγελία, και λίγα του έπεφταν. Κοίταξα το ρολόι μου και προφασίστηκα βιάση να επιστρέψω στην κόρη μου. Πληρώσαμε τις λεμονάδες και προθυμοποιήθηκε να με συνοδεύσει ως την είσοδο του μετρό. Φαινόταν αρκετά μπερδεμένος ως προς την έκβαση του ραντεβού. Τον ήθελα ή δεν τον ήθελα; Αυτό τον μπέρδευε ( μόνον… )

Εγώ πήρα την έξοδο για Αεροδρόμιο, νιώθοντας αφάνταστα ευγνώμων που σ’ αυτόν τον πλανήτη υπήρχε η κόρη μου. Μα, να μου δώσει εκείνη άλλοθι σ’ αυτό το…. ελπιδοφόρο ραντεβού, ήταν μια κατάληξη που είχε ξεπεράσει και τις πιο απαισιόδοξές μου προβλέψεις!



Στη βάση μου και πάλι… Ψάχνοντας τα κλειδιά του σπιτιού στον πάτο της τσάντας μου, άκουσα το τηλέφωνο από μέσα να χτυπάει επίμονα. Δεν βιάστηκα καθόλου να ξεκλειδώσω. Η φιλενάδα μου η Άννα σίγουρα ήταν πρόθυμη να περάσει όλο το βράδυ κολλημένη στ’ ακουστικό, προκειμένου ν’ ακούσει τα συναρπαστικά νέα. Δεν είχα καρδιά να της τα αναλύσω, ούτε και να δώσω εξηγήσεις για τίποτα. « Κι αύριο μέρα είναι…». Αυτή η τελευταία σκέψη κάπως με ξαλάφρωσε από τις ενοχές.
Ξεπροβόδισα την baby sitter, έβαλα για ύπνο την κόρη μου, και κλείδωσα όλη αυτή την ημέρα που πέρασε πίσω απ’ την πόρτα της εργένικής μου κρεβατοκάμαρας. Το γνώριμο, ζεστό της μισοσκόταδο με υποδέχτηκε  παρηγορητικά... Αααχ! Επιτέλους μόνη! Δεν άναψα φως. Πέταξα από πάνω μου τα ρούχα του ραντεβού, ό,τι φορούσα, σαν μέσα τους ξαφνικά ν’ ασφυκτιούσα. Μετά πάτησα το διακόπτη δίπλα στην πόρτα. Φως. Κίτρινο και αμείλικτο φως απλώθηκε παντού. Ο ολόσωμος καθρέφτης της ντουλάπας γέμισε από τις χίλιες και μία ατέλειες του κορμιού μου. Ήδη εδώ και χρόνια τις έβλεπα να γεννιούνται επάνω του και φρίκιαζα. Ραγάδες απ’ τη γέννα στην κοιλιά,  ψωμάκια στους γοφούς, μια ελαφριά κυτταρίτιδα στους μηρούς, στήθος λίγο πεσμένο μετά το θηλασμό. Πόσο γλυκά «σπάμε» εμείς οι γυναίκες, βγάζοντας απ’ το σώμα μας αυτά τα παιδιά που μας ομορφαίνουν….

Τότε ήταν που είπα για πρώτη φορά πως, μετά απ’ αυτό το ραντεβού,  όλα αυτά αξίζουν επιτέλους να τ’ αγαπήσω. Κι ότι όποτε είναι να ‘ρθει η αγάπη ενός άντρα, αν τελικά έρθει ποτέ, θέλω να είμαι η Ειρήνη, και μόνο η Ειρήνη.  

Έπεσα στο κρεβάτι κι έκλεισα το φως. Δεν είχα βάλει νυχτικιά, ούτε εσώρουχα, τίποτα. Χαιρόμουνα όμως διπλά την επαφή της σάρκας μου με τα φιλόξενα σεντόνια. Χαιρόμουνα που, ακόμα κι αυτή τη στιγμή που ήμουν «φτωχή», όπως με γέννησε η μάνα μου, ένιωθα πάμπλουτη σε «ειδικό βάρος»….
 Ειρήνη Π.

© Δώρα Νικολαΐδου, Ιανουάριος 2014