Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Παιδική φωτογραφία



  

 
Αφιερωμένο σ’ όλα εκείνα τα παιδιά

                 που καταλαβαίνουν πιο πολλά απ’ τους γονείς τους….


Φ
εύγεις. Σου ζητούν να σταθείς  για  να σε τραβήξουν φωτογραφία, κι εσύ γυρίζεις την πλάτη. Και φεύγεις.  Μόνο για μια τελευταία στιγμή, στρέφεις και τους κοιτάς.  Γιατί δεν μονοιάζετε και μια φορά ;  Γιατί δεν κοιτιόσαστε με αγάπη; Το βλέμμα σου ίδιο με δύο στάλες από ορθάνοιχτη απορία.

Το μικρό μπουφάν  σου γλιστράει απ’ τον έναν ώμο, κι από μέσα ένας μοναχικός καρό γιακάς ξεπετιέται σαν την παραφωνία. Ποτέ δεν είσαι αρκετός για να τους κάνεις ευτυχισμένους.  Δεν ήθελες εκείνοι να το δουν  πως ήσουν κλαμένος.

Με το κλικ, αποτυπώθηκαν όλα σε  ένα ενσταντανέ. Δεν είναι  τελικά πως σε πρόδωσαν οι μελιές πιτσίλες που σκούρυναν επάνω στο φουντωμένο απ’ το κλάμα μάγουλό σου. Είναι πως  τη στιγμή του κλικ σήκωσες βιαστικά ένα χεράκι για να παραμερίσεις δύο δάκρυα που έρχονταν από βαθιά.  Είναι πως κρατούσες το χειλάκι σου στην άκρη πεισματικά σφιγμένο. Είναι πως πάνω σ’ ένα προσωπάκι παιδικό αποτυπώθηκαν  δύο μάτια γεμάτα από ενήλικη έγνοια.

Εκείνοι, απορροφημένοι στην κόντρα τους, ούτε που το παρατήρησαν. Συνέχισαν μηχανικά κι ανούσια να τραβούν φωτογραφίες.  Τον ήλιο, τις πέτρες και τα δικά τους πλαστικά χαμόγελα. Σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Σάμπως και ν’ αγαπιόντουσαν πραγματικά.

Στάθηκες στο φόντο μια στιγμή, σχηματάκι  λεπτό και φευγαλέο. Κι έπειτα πετάρισες.

Κι έτσι ξεχάστηκε κι αυτή η φωτογραφία.

                             
Από την ανέκδοτη συλλογή πεζών κειμένων μου, με τίτλο « Στιγμιότυπα»
                                                               © 2013   Δώρα Νικολαΐδου 

Ο γιός του χωρισμού







Τ
ο ραντεβού μας καταλήγει εκεί, στην αποβάθρα του Σιδηροδρομικού Σταθμού Πελοποννήσου. Δύο άντρες σώμα με σώμα. Αυτός φεύγει, εγώ μένω.

Πίσω απ’ τον πατέρα μου ράγες ατέρμονες, κι από πάνω τους σκυμμένα τα υπερβραδινά φώτα. Κι εκείνος, γερμένος σ’ ένα θάλαμο τηλεφωνικό να σχηματίζει έναν άγνωστο αριθμό, σήμα πως τελείωσε κι αυτή η συνάντηση κι επιστρέφει. 

Μια ντιζελομηχανή ήρθε κυλώντας απ’ τα ολοσκότεινα. Όπως προσπέρασε, το πρωραίο της φως χάιδεψε παγερά τα ψαρά του μαλλιά. 

Στέκομαι πάντα εδώ. Πάντα δέκα βήματα πίσω απ τη ζωή του, ίσα που να μη μ’ ακουμπούν τα όσα ψιθυρίζει στην άλλη του άκρη, μέσα απ’ την τηλεφωνική γραμμή.  

Η ζωή μας τώρα, μια σειρά αποχαιρετισμοί. Σε σταθμούς, σε σβηστά σινεμά και βραδινά λεωφορεία. Λίγα βήματα πίσω του πάντα εγώ να θυμίζω, ότι έβαζε μια φορά στην πόρτα το κλειδί, κι ήμασταν όλοι ένα σπίτι.  Δέκα διακριτικά βήματα με κρατούν μακριά του.

Αποχαιρετισμός και σήμερα λοιπόν. «Πότε θα σε ξαναδώ;»
« Σύντομα αγόρι μου, σύντομα. Να προσέχεις…»  

Είναι πολύπαθη η σιωπή, και μας σκίζει στα δυό. Αλαργεύω το βήμα μου δίχως να στρέψω πίσω το κεφάλι, ίσα που να ξεφύγω απ’ τα φώτα της ράμπας.
Κι εκεί, στο κατώφλι του σταθμού, κοντοστέκομαι πάντα για να σηκώσω το βλέμμα μου απέναντι, σ’ ένα παράθυρο του Τελωνείου που έχει το συνήθειο τέτοιαν ώρα να μένει φωτερό. 

Μπαμπά…
Για κάθε κομμάτι σου που είναι και δικό μου ξενυχτάει εκεί ψηλά μια αγάπη, κομμένη στη μέση. Μια αγάπη για δυό.

Από την ανέκδοτη συλλογή πεζών κειμένων μου, με τίτλο « Στιγμιότυπα»
 © 2013   Δώρα Νικολαΐδου


Ο Γκριφόν





  











 « Γκριφόν….» απεφάνθη ένας τουρίστας επιβάτης όταν τον βρήκαν ν’ αρμενίζει μεσοπέλαγα, κουλουριασμένο μέσα σ’ ένα βαρέλι χωρίς πάτο και καπάκι, στ’ ανοιχτά της Σαντορίνης. 

« Θα τον έχουν πετάξει από κανένα γιοτ», είπαν κι οι άλλοι επιβάτες στον βαρκάρη. Κι εκείνος, κάτι από ψυχοπόνεση, κάτι από ψυχή σκέτη, τον μάζεψε.

Από κει και μετά ο Γκριφόν πολιτογραφήθηκε μούτσος. Η  ζωή του η υπόλοιπη  είναι  ένα πλοίο. Κάθεται άκρη - άκρη στην πλώρη κι αφήνει το αλμυρό φυσούνι να του παίρνει τα άγρια γκρίζα τσουλούφια του. Αγναντεύει το πέρα, τα νησιά και το ηφαίστειο.  Έχει μάθει να ζει μόνο για το σήμερα και το αύριο. Το χτες πέθανε μόλις.

Περνάει αθέατος  ανάμεσα σ’ ατέλειωτες σειρές ανθρώπινα πόδια, όμως αυτός δεν έχει  αποσκευές,  ούτε πατρίδα.  Λίγες οι σχέσεις του κι οι πατημασιές του ελαφριές, όπως ταιριάζει σ’ έναν άντρα που απ’ τη γούνα του έχουν περάσει πολλά και δεν θέλει άλλα.
Όμως, ξεχνιέται αραιά και που, κι απαγκιάζει το μουσούδι του στη μυρωδιά μιας μασχάλης, στη θέρμη ενός βλέμματος, εκεί όπου οσμίζεται ότι τον συμπαθούν. Λίγο μόνο, μόνο για προσωρινά. Γιατί αυτός δεν έχει πια πατρίδα. Είναι μόνο ο Γκριφόν, που για να τον αγαπήσουν τον αγόρασαν, μα τον έχουν πετάξει……  

Από  την ανέκδοτη συλλογή  πεζών κειμένων μου,  με τον τίτλο « Στιγμιότυπα»
                                                   © 2013  Δώρα Νικολαΐδου