Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Ο Κατάσκοπος που μ’ Αγάπησε






Να, ορίστε πάρε κι εσύ ένα D.V. D.  Μας τ’ αγόρασε η Λιλή - ούτε ξέρω κι εγώ πού τα βρήκε τόσα πολλά μαζεμένα -- για να μας τα χαρίσει : « Ο Κατάσκοπος που μ’ Αγάπησε». Τζέιμς Μποντ! Το έχεις δει το έργο στο σινεμά; Ο Ρότζερ Μουρ κι η Μπάρμπαρα Μπαχ στις καλύτερές τους! Την ίδια πλύση εγκεφάλου θέλει, φαίνεται, να κάνει σ’ όλες μας η Λιλή, να μας φυτέψει στο μυαλό την εικόνα εκεινής και του Σεργκέι στις καλύτερές τους…. Αλλά κάτσε να στα πάρω βρε παιδάκι μου απ’ την αρχή, για να σου λυθούν οι απορίες για το πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα.

Με τη Λιλή που λες - « Ελευθερία» την έγραφε το σχολικό απουσιολόγιο, αλλά πού να καταδεχτεί να κάτσει αυτή να τη φωνάζουν με τέτοιο banal όνομα ! -- ήμασταν συμμαθήτριες απ’ τις Καλόγριες, στο γυμνάσιο. Μικροκαμωμένη κι αδυνατούλα ( και μη φανταστείς πως ήταν και τίποτα ιδιαίτερο στη μούρη), με μπαμπά όμως που είχε τον τρόπο του οικονομικά. Καλά την προίκισε, καλά την έδωσε, σε γαμπρό βέβαια που ήταν συνομήλικός του και φίλος του. «Μπαμπάς» της, σα να λέμε δηλαδή. Μεγαλέμπορος όμως, με καταλαβαίνεις τώρα τι είχε από λεφτά. Κι η Λιλή βρέθηκε που λες παντρεμένη απ’ τα δεκαεννιά, την ίδια ώρα που όλες εμείς περιμέναμε σαν τις Σταχτοπούτες στα σκοτάδια, μέχρι να μας ανακαλύψει ο πρίγκιπας του παραμυθιού…. Προϊστορικές εποχές « δεινοσαύρων», που λέει κι αυτή η κόρη μου η φαρμακόστομη π’ ανάθεμά τη, και με κάνει να αισθάνομαι παλαιολιθική απ’ τα πενήντα πέντε μου. Διότι εντάξει δηλαδή, και που έχουμε καβατζάρει τώρα πια κι εμείς τα «..ήντα», τι πα’ να πει αυτό, ότι δεν είμαστε πια γυναίκες;

Καμάρι που λες τότε η Λιλή που είχε γίνει πλέον μαντάμ κι αφρόκρεμα της μπουρζουαζίας, δεν μπορώ να σου περιγράψω! Μετακόμισε σε βίλα στην Εκάλη κι οδηγούσε και μια BMW μοντέλο cabrio. Στις εβδομαδιαίες συναντήσεις μας στο «Αθηναΐκόν» κατέβαινε σαν σίφουνας εκ των βορείων προαστίων και μας ανέμιζε κάτω απ’ τη μύτη όλα τα καινούργια λούσα και τα χρυσαφικά που της κρέμαγε πάνω της ο παραλής ο μεγαλέμπορος.

« Κοιτάτε τι μου πήρε!» Καμάρωνε. « Πόσο κάνανε; Τι σημασία έχει πόσο κάνανε, δεν πρέπει κι αυτός να δώσει κάτι δηλαδή για να κρατήσει δίπλα του μια γυναίκα σαν κι εμένα; Δεν φτάνει που όταν με κυκλοφορεί, του ανεβάζω τις μετοχές !»

Παραλής αλλά και σύντομα μακαρίτης χρυσή μου, διότι πρόλαβε δεν πρόλαβε να τριανταπενταρίσει η Λιλή και της άφησε χρόνους ο « μπαμπάς», την ίδια ακριβώς χρονιά που πέθανε κι ο πατέρας της. Τα τελευταία χρόνια, τους είχε και τους δυό με αποκλειστικές πάνω απ’ το κεφάλι τους μέρα-νύχτα. Βεβαίως ο μεγαλέμπορος απεδείχθη γαλαντόμος και μετά θάνατον. Την αποκατέστησε δια ζωής τη Λιλή. Ε, κι εκείνη θα καθόταν; Ξαμολήθηκε. Ταξίδια στο εσωτερικό, ταξίδια και στο εξωτερικό. Ψώνια στη Rive Gauche του Παρισιού, καφέ στην πλατεία Κολωνακίου καθ’ εκάστη. Αυτά βέβαια, στις καλές εποχές που ήταν ακόμα στα ντουζένια της. Πού να τη φτάναμε εμείς οι υπόλοιπες! Σ’ εκείνες τις φάσεις ήμασταν όλες θαμμένες στο σπίτι, ξεχτένιστες κι απεριποίητες, και βουτηγμένες μέχρι τα μπούνια στα ξενύχτια με τις παιδικές ασθένειες και τα διαβάσματα των παιδιών. 

Πού και πού,  μας έπαιρνε κι η «ξενιτεμένη» μας κανένα τηλέφωνο, τη μια απ’ την Ελβετία, την άλλη απ’ την Κέρκυρα,

« Έλα χρυσή μου, μη μου πεις πως ακόμα παλεύεις με τα μωρά; Μα δε μεγαλώνουν ποτέ κι αυτά, να σ’ αφήσουν λιγάκι ήσυχη;» ρωτούσε πάντα τάχατες αγανακτισμένη.

Δε νομίζω βέβαια ότι της είχαμε λείψει και τόσο εμείς, α μπα, αλλά φαίνεται πως της άρεσε να παίρνει ικανοποίηση πως εκείνη οικογένεια μπορεί να μην είχε κάνει, είχε όμως το προνόμιο να περνάει τη ζωή της στον αφρό….

Τέλος πάντων όμως, για να μη στα πολυλογώ, τα χρόνια πέρασαν στο μεταξύ. Και τώρα που τα παιδιά μας ξεπετάχτηκαν και μας μούτζωξαν κανονικώς, με σπουδές και με δεσμούς και τα τοιαύτα, ξαλεγράραμε κι  οι υπόλοιπες. Ε, νισάφι πλέον! Πήρε λοιπόν το κουπί μας αέρα, πιάσαμε τις παλιές συνήθειες κι αρχίσαμε να ξαναμαζευόμαστε άπαξ της εβδομάδος στο «Αθηναϊκόν», να τα λέμε. Δε σου λέω, καμιά μας δεν διατηρείται όπως ήτανε στα δεκαοχτώ. Οι πιο πολλές απ’ την παλιά παρέα και παραπανίσια κιλά έχουμε, κι είμαστε και  στραπατσαρισμένες απ’ τις εγκυμοσύνες. Όμως τέλος πάντων υπάρχουν και χειρότερα, και δόξα τω Θεώ μια χαρά κρατιόμαστε ακόμα αναλόγως με την ηλικία μας, λίαν αξιοπρεπώς. Αλλά εκείνη η Λιλή παιδί μου, είχε βαλθεί να μην την φτάσουμε ούτε στο δαχτυλάκι της. Ποιος πλαστικός χειρουργός υπήρχε στην Αθήνα, που να μην τον είχε επισκεφθεί ! Πανικός την έπιασε, απ’ την πρώτη κιόλας ρυτίδα!

Να μας τα ομολογούσε τα beauté ; Φυσικά και δεν μας τα ομολογούσε, στα μουλωχτά πήγαινε και τα έκανε όλα. Εξαφανιζόταν για έναν καιρό, και μετά « ανανεωμένη» πλέον, μας ερχόταν σαν μοντέλα. Πήγε που λες πρώτα και σουλούπωσε τη μύτη της. Όχι που είχε δηλαδή και καμιά μυτόνγκα ασουλούπωτη, α μπα. Αλλά όλες τώρα βλέπεις την αλλάζουν, την κάνουν πιο στυλάτη, να μην την κάνει κι αυτή; Αμέ το άλλο μετά, δεν στο είπα : Χάνεται πάλι για κανα-δυό μήνες, τάχατες που έλειπε ταξίδι στο εξωτερικό, και μας επιστρέφει «σιδερωμένη»: Ούτε ρυτίδα, ούτε τσάκισμα στο πρόσωπο!  Το φρύδι ως τις ρίζες των μαλλιών απ’ το botox και το στόμα σε μόνιμο χαμόγελο απ’ το τράβηγμα.

Την ίδια εποχή ήταν αν δεν κάνω λάθος, που εγκαινίασε και στο δικό της το κεφάλι την ….« coif– βοϊδογλυψιά», που κάνουν τώρα όλοι οι κομμωτές : Τούφες- τούφες τα μαλλιά τραβηγμένα μπροστά, να σκεπάζουν τα μάγουλα. Στη δική της περίπτωση βέβαια ερχόταν λουκούμι, για να κρύβονται «οι πιέτες» από κάτω….

…..«Τέρας νεότητος η Λιλήκα!», όπως θες το παίρνεις αυτό που σου λέω. Προσωπική μου άποψη, που εμένα όπως ξέρεις δεν μ’ αρέσει να κουτσομπολεύω, περισσότερο με τέρας παρά με νιάτο έμοιαζε.

Το καλοκαίρι πάλι που μας πέρασε, εκεί όπου είχαμε πάει μπουλούκι όλες μαζί για μπάνιο στον Αστέρα της Βουλιαγμένης, σκάει μύτη κι η Λιλή με παρεό λουλουδιστό, δεμένο ένα κόμπο πάνω απ’ τη διχάλα του στήθους. Κι όταν το βγάζει η δικιά σου, μένουμε όλες άφωνες να την κοιτάμε. Τopless έμεινε, σαν την παιδούλα την τρίχρονη. Και το  ….top της ….τσίτα απ’ τη σιλικόνη, που να μην ξέρει τι θα πει βαρύτητα, ούτε φυσικά και στηθόδεσμος ! Σοκ στο φιλοθεάμον κοινό…. Εκείνη όμως ατάραχη παιδί μου, ούτε κι έδειξε να το πήρε είδηση. Μπήκε στη θάλασσα η δικιά σου, κολύμπησε και ύπτιο με τη ρόγα στα σύννεφα, κι έκανε και πως χόρευε ναζιάρικα μες στο νερό σάμπως να την τραβούσαν ταινία. Την κοίταζε, δεν την κοίταζε ο κόσμος; Αυτή το χαβά της, μπορεί και να το έπαιρνε κιόλας πως τη θαύμαζαν : Με το …top να χορεύει σαν τον παλμογράφο και με πρόσωπο – «μούμια», έβγαινε μέσα απ’ τα νερά του Αστέρα σηκώνοντας φουσκωτά κυματάκια με τις γάμπες της. Όχι παιδί μου η Ούρσουλα Άντρες που ήξερες πάλαι ποτέ στον James Bond, αλλά η δικιά μας «η Λιλήκα, η μεταλλαγμένη…!»

Έρχεται και κάθεται μετά κάτω απ’ την ομπρέλα, πασαλείβεται με τα λάδια και με τα ξύδια της, βάζει και το μαύρο γυαλί Dolce Gabana, μας κοιτάζει με φανερή επιείκεια –« Οι φτωχές…!»--  και μας ξεφουρνίζει το επικό:

«Δε λέω, εγώ σ’ ένα πράγμα είμαι πιο τυχερή από σας βρε κορίτσια : Πάντα μου, είχα καλό δέρμα. Δεν το στραπατσάρισα βέβαια κιόλας μ’ εγκυμοσύνες και με τα παρόμοια, και να τώρα που διατηρείται όπως ήταν στα δεκαοχτώ μου !»

Άλλες τα πήραν στο κρανίο, άλλες γελούσαν πίσω απ’ την πλάτη της, κι άλλες κρατιόντουσαν να μη βάλουν τα κλάματα. Μα σε ποιόν τα πουλούσε τώρα αυτά; Μάλλον στον εαυτό της τα ‘λεγε για να παρηγοριέται, θα σου πω εγώ που δεν τη ζηλεύω, αν θες τελικά ν’ ακούσεις τη γνώμη μου.

Τελικά, με τούτα και με κείνα, άλλο θέμα συζήτησης στο « Αθηναϊκόν» όταν η Λιλή απουσίαζε δεν υπήρχε, παρά …. η ίδια η Λιλή. Άλλες κάνανε πως τη λυπόντουσαν, άλλες το παραδεχόντουσαν ανοιχτά πως τη ζηλεύανε που είχε την οικονομική άνεση και κάνει oλ’ αυτά τα beauté, κι άλλες πάλι σκανδαλιζόντουσαν με τα ροζ υπονοούμενα που άφηνε αυτή η ….. «Ολική Επαναφορά».

«Ποιος ξέρει  με πόσους μαζί θα νταλαβερίζεται. Δεν ντρέπεται στην ηλικία μας, να κάνει τέτοια ρεζιλίκια….! » Μου ψιθύρισε κάποια φορά στ’ αυτί μια κοινή μας φίλη η Ελένη, καθηγήτρια Θρησκευτικών στο επάγγελμα, και το δεξί της μάτι βγήκε έξω απ’ την κόχη του.

Όχι βέβαια και που θα ‘χε καθίσει να περιμένει κι η Λιλή τον άγγελο με τον κρίνο τόσα χρόνια, σίγουρα κάτι θα είχε on the side, που λένε. Όμως φαίνεται πως μέχρι τώρα δεν το είχε πάρει στα σοβαρά πως κοντοζύγωνε κι αυτή τα εξήντα, για να ζητήσει κάπου ν’ αράξει. Αλλά να τώρα, που της χτυπήσανε κι εκεινής τα καμπανάκια, να που μας ξεχύθηκε πανικόβλητη για να ζήσει το μεγάλο amore, εκείνο που ονειρευόταν από τα δεκαεννιά. Για ό,σο ακόμα θα πιάνει η μπογιά της, φυσικά… Γι’ αυτό κι οι πλαστικές οι μύτες και τα topless, γι’ αυτό κι οι «σιδερωτικές». Το πράγμα φωνάζει από μόνο του σου λέω εγώ, που καθόλου δεν ζηλεύω, και στο τονίζω…




Και μπαίνουμε τώρα που λες στο ψητό : Το Σεπτέμβρη που μας πέρασε λοιπόν, μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, λαμβάνουμε όλες από κείνην ένα τηλεφώνημα, μα τι τηλεφώνημα! Με φωνή  τόσο πολύ excitée που έτρεμε λιγάκι, η βιονική μας συμμαθήτρια μάς προσκαλούσε δια τέιον στο σπίτι της στην Κυψέλη όπου μας επιφύλασσε, λέει, και μια  ….«έκπληξη !»

Έκπληξη ;;;

Αίσθησις στο τηλεφωνικό ακροατήριο ! Εννοείται, πως μέχρι να ‘ρθει η καθορισμένη μέρα του soiree, όλες μας είχε τσακίσει η περιέργεια. Ανάψαν φωτιές τ’ ασύρματα και τα κινητά της παρέας : Μα δεν είχε συμβεί ποτέ πιο πριν στα χρονικά να μας προσκαλέσει η Λιλή στο σπίτι της, ούτε ακόμα και τότε που κατοικοέδρευε στη βίλλα της Εκάλης ως κυρία μεγαλεμπόρου. Ποιά επρόκειτο να ‘ταν δηλαδή η τωρινή attraction ; Πλαστική δεν μπορούσε να είναι είπαμε, γιατί αυτές δεν μας τις απεκάλυπτε. 

Η Λιλή για να καταλάβεις, καθόταν σ’ ένα διώροφο νεοκλασικό στην οδό Ίμβρου, που ήταν και το πατρικό της. Πάνω η Λιλή και κάτω η αδελφή της η Γιολάντα, με τον άντρα και με τα δυό της παιδιά. Απ’ έξω - δεν μπορώ να πω -- οι δύο αδερφές το σπίτι το είχαν καλοδιατηρημένο για τα χρόνια του. Όπως ακριβώς κι η φιλενάδα μας που είχε «αναδομηθεί» εν τω μέσω του βίου της, έτσι και το σπίτι δεν το ‘κανες πως στην πραγματικότητα έχει κλείσει παραπάνω από έναν αιώνα ζωής. Φρεσκοβαμμένη πρόσοψη, γυαλιστερό μπρούτζινο ρόπτρο στην πόρτα, καινούργια κουφώματα.  Από μέσα όμως;  Ουδεμία σχέσις. Μα, κανένα κόπο δεν είχε κάνει η παλιά μας φιλενάδα για ν’ αλλάξει τη διακόσμηση απ’ τον καιρό που ζούσαν ακόμη οι μακαρίτες οι γονείς της;  Το σκηνικό  όπου σερβιριζόταν το τσάι έμοιαζε βγαλμένο από ελληνική ταινία του ’50. Πορτατίφ δαπέδου με ντραπέ και κρόσσια, φοντανιέρες κρυστάλλινες και σεμεδάκια πάνω στα μπράτσα του καναπέ,  τα πάντα ξεχασμένα απ’ το χρόνο. Πώς λέμε Λογοθετίδης – Λιβυκού, « Ο Ζηλιαρόγατος» σε μαυρόασπρο φόντο ; Έτσι!

Τέλος πάντων, σενιαρισμένες όπως απαιτούσε η εξαιρετικότητα της περίστασης να ‘μαστε το λοιπόν όλες μαζί, ensemble, στο σαλονάκι της Ίμβρου. Όλο αυτιά και μάτια! Όμως, πού να πιάσουμε μπάζα εμείς οι φτηνο-κομπάρσες μπροστά στην πρωταγωνίστρια τη Λιλή…. Μπλούζα κόκκινη εφαρμοστή με σκαφτό ντεκολτέ, παντελόνι Armani, high heels με το σήμα του «Valentino» στη φτέρνα, και στον αριστερό ποδαστράγαλο αλυσιδάκι με κρεμαστό μοτίφ «καρδούλα», γαρνιρισμένο με μπριγιάν. Η γνωστή μας δηλαδή Λιλήκα, αλλά στην πιο extreme της έκδοση…. Παρόλα αυτά, κάτι στον αέρα της από την αρχή εμένα μου φαινόταν αλλιώτικο. Πίσω απ’ τα μάτια της λες κι έκαιγε μια καινούργια φλογίτσα, τσαχπίνικη. Θα στο πω χρυσή μου κι ας μην το πιστέψεις,  εγώ χάρηκα κιόλας, γιατί πρώτη μου φορά την έβλεπα  έτσι χαρούμενη.

Αρχικά, η συζήτηση περιστρεφόταν περί ανέμων και υδάτων : Τα νέα του καλοκαιριού, πού πήγε η καθεμία μας, τα καπρίτσια των παιδιών κι οι μπουνταλοσύνες των συζύγων. Τα συνηθισμένα δηλαδή που λέγαμε πάνω από ένα ποτήρι καφέ, κι όταν βρισκόμασταν στο « Αθηναϊκόν». Αλλά έλα που η Λιλή, που απ’ ανέκαθεν το συνήθιζε ν’ αυτοδιαφημίζεται με κάθε ευκαιρία, αυτή τη φορά καθόλου δεν ελάμβανε μέρος στην παρλεδούρα μας; Καθόταν η καλή σου σ’ ένα χαμηλό σκαμπό, με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα που οδηγούσε στα ενδότερα του σπιτιού, σαν να τη φύλαγε από « αδιάκριτα» βλέμματα, και μας παρακολουθούσε με «χαμόγελο Τζιοκόντας». Ε, είπαμε εμείς, ξαναείπαμε, στο τέλος στερέψαμε.  Εκείνη την ώρα ήταν λοιπόν, που της έδωσα κι εγώ « την πάσα».

« Κι εσύ βρε φιλενάδα, δεν μας είπες ακόμα τι έκανες αυτό το δίμηνο που έχουμε να σε δούμε…;»

Ε, σα να περίμενε το σύνθημα βρε παιδί μου ! Έπαιξε δύο τρείς φορές τα βλέφαρα που ήταν πήχτρα στη μάσκαρα, κι έσκυψε προς το μέρος μας λίαν συνωμοτικά. 

« Εγώ, κορίτσια - δεν σας το είχα πει την τελευταία φορά που βρεθήκαμε, σας το φύλαγα για μετά -- πήγα λοιπόν με γκρουπ δέκα μέρες στη Ρωσία. Μόσχα, Αγία Πετρούπολη, όλα που είναι στο κλασικό «πακέτο». Και πέρασα….. ΦΑ-ΝΤΑ-ΣΤΙ-ΚΑ!» 

Τέσσερεις συλλαβές είχε αυτό το « φανταστικά», κι έσκασαν στον αέρα σαν πυροτεχνήματα. Αίσθησις στο ακροατήριο, όχι τόσο για το ταξίδι, όσο για τα υπονοούμενα που άφηναν αυτές οι τέσσερεις συλλαβές που ειπώθηκαν τόσο καμπανιστά.

« Αχ, πες, πες !» την προγκίξαμε όλες, χορωδία.

Μας έτρωγε η ζήλια να μάθουμε για βόλτες, για υποψήφιους γαμπρούς μεταξύ των μελών του γκρουπ και φυσικά, για τα επώνυμα ψώνια στου Cartier, στην Escada και στου Hermes, που έχουν ανοίξει μαγαζιά και κάνουν χρυσές δουλειές στη Μόσχα.

« Πήρες πάλι καμιά γοβίτσα απ’ του Laboutin
Ξερογλειφόμασταν, κι ας μη θέλαμε να το δείξουμε.

« Μπα, φέτος δεν είχα το νου μου εκεί και – ναι κορίτσια, εγώ η Λιλή ! -- δεν ψώνισα απολύτως τίποτα. Αλλά δείτε όμως … τι έφερα! »

Άφησε, μάλλον επίτηδες, να μεσολαβήσει μια μικρή σιωπή κι αμέσως μετά σηκώνεται κλειδωνιζόμενη  επάνω στα Valentinο της να πάει προς την πόρτα που οδηγούσε στα ενδότερα. Σκύβει το κεφάλι και φωνάζει που λες, ναζιάρικα

«Σεργκε -εεέ - ι !»
Μ’ εκείνο το σερμπετιαστό « έ» στην παραλήγουσα, ακόμα κι εμείς οι κομπάρσες που κάναμε τάχατες πως τρωγοπίναμε για τις ανάγκες του φιλμ, λιγώσαμε.

Η είσοδός του στη σκηνή ήταν εντυπωσιακή. Τον είδαμε να εμφανίζεται στο άνοιγμα της πόρτας, ολοζώντανος ο Αχιλλέας όπως ξεδιπλώνει το αγαλμάτινο κορμί του στον ήλιο της Κέρκυρας : Ψηλός, ξανθός, γαλανός, αθλητικός και    αφόρητα παίδαρος! Μείναμε άναυδες.  Κι εκείνος, με μιαν άνεση σαν να μας ήξερε από χτες, μας ευλόγησε μ’ ένα λαμπρό χαμόγελο βγάζοντας στη φόρα μια σειρά από δόντια για διαφήμιση οδοντόπαστας. Η προφορά του άψογα ελληνική, το υφάκι του όμως, απαράμιλλα ρώσικο.

«  Χαίρομαι που σας γνωρίζω κορίτσια, έχω ακούσει απ’ τη Λιλή πολλά, και καλά, για όλες σας! »
Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας.

 …Μα, πόθεν έσχες Λιλή;  Έλληνας εκ Ρωσίας ή Ρώσος εξ Ελλάδος; Μήπως ήμασταν τελικά αγεωγράφητες; Ήταν σαν να μας είχαν μόλις πληροφορήσει πως η Κόκκινη Πλατεία βρισκόταν ανέκαθεν στα Κάτω Πατήσια. Μα αυτός παιδί μου, χαλαρός. Φορώντας τζιν και λευκό πουκάμισο, διέσχισε ξυπόλητος το παρκέ διαρκείας κι ήρθε και κάθισε απέναντί μας στο χαμηλό σκαμπό. Γουργουρίζοντας η βιονική μας φιλενάδα, βολεύτηκε επάνω στα γόνατά του σα γέρικο γατί, χαζεύοντας ένα γύρω, τις έκθαμβες φάτσες μας. Έπειτα γύρισε το κεφάλι της και κοιτάζοντάς τον βαθιά μες στα μάτια, όπως ένα πιστό σκυλί τον αφέντη του, είπε μονάχα

« Κορίτσια  από δω ο Σεργκέι, ο άντρας της ζωής μου. Δε λέω, μπορεί ν’ άργησα λίγο, αλλά…. επιτέλους τον βρήκα!»

Στο σαλονάκι της Κυψέλης, σιωπή που την έκοβες με το μαχαίρι. Και τι να πούμε δηλαδή, που σε τέτοιες περιστάσεις τα λόγια είναι περιττά. Άλλες κοιτούσαν τις μύτες των παπουτσιών τους, άλλες ανακάτευαν το τσάι τους προσηλωμένες στο φλιτζάνι, κι άλλες απλώς ρίχνανε ένοχες ματιές στο νεόκοπο ζεύγος. Μόνο η Φωτούλα μασούλαγε μπισκότα περιχαρής, αλλά αυτή δεν είναι να την ξεσυνερίζεται κανείς, είναι γνωστή λιχούδα…

Η Λιλή μισόκλεισε τα βλέφαρα, ευχαριστημένη προφανώς απ’ αυτό που είχε στο μυαλό της, και συνέχισε σερμπετιαστά

« Θα το πεις εσύ λουμπόφμαγια[1], ή θα το πω εγώ;  Για το πώς γνωριστήκαμε δηλαδή …»

Εκείνος περιορίστηκε να της χαϊδέψει με το δείκτη του παιχνιδιάρικα το σαγόνι, και να της χαμογελάσει συνωμοτικά.

« Α, κατάλαβα, θα το πω εγώ. Ε, θα πρέπει να σας το αποκαλύψω κι αυτό κορίτσια, ο Σεργκέι ξέρετε, είναι κομμάτι ντροπαλός…»

Ντροπαλός; Καθόλου δε φαινόταν κάτι τέτοιο, αλλά ας είναι. Αυτιά τεντώθηκαν, μάτια στυλώθηκαν κι αόρατες «κεραίες» σηκώθηκαν πάνω απ’ τα κεφάλια ολονών μας για ν’ ακούσουμε το « Histoire damour[2] α λα Ρωσικά.» Καρφίτσα να ‘πεφτε, θα την άκουγες. Μερικές της χαμογελάσανε κι ενθαρρυντικά.

« Ήταν λοιπόν η μέρα που είχαμε πάει με το γκρουπ, Αγία Πετρούπολη – Ερμιτάζ. Ξεποδαριαστήκαμε! Πτώμα γύρισα στο ξενοδοχείο το βράδυ. Στην αρχή, λέω « Θα κάνω ένα ντους, θα βάλω τα πόδια ψηλά, θα παραγγείλω φαγητό στο δωμάτιο, και … νάνι! ».

Μετά όμως μουλάρωσα. « Ε, δε λέει να είμαι στην Αγία Πετρούπολη, και να κάτσω μέσα όπως κάνω και στην Κυψέλη!» Φρεσκαρίστηκα λοιπόν και κατέβηκα στο « μπιστρό» του ξενοδοχείου για φαγητό, συνοδεία βιολιού και πιάνου.
Ήσυχα πράματα δηλαδή, μη φανταστείτε πως έτρεφα και περισσότερες προσδοκίες… Και πού να το φανταζόμουνα, πως η αγαπούλα μου, το γλυκό μου αγόρι που καθόταν στο διπλανό τραπέζι, θα ερχόταν να μου μιλήσει…!»

« Μα, ήταν μια σκέτη κούκλα! Πώς να της αντισταθώ;» Τάδε έφη Σεργκέι. Τα δόντια για διαφήμιση άστραψαν πάλι στο φρεσκοξυρισμένο του πρόσωπο κι εκείνη τον κοίταξε με καμάρι και γνήσια .. ευγνωμοσύνη.

« Και πώς συνεννοηθήκατε, στ’ αγγλικά;» Ρώτησε αφελώς η Μαριάννα, το χαζοπούλι της παρέας.

« Ε, πώς αλλιώς;» έκανε η Λιλή μ’ ένα πονηρό χαμόγελο στα τραβηγμένα της χείλη. « Όμως γρήγορα το αστέρι μου έμαθε Ελληνικά, και τί Ελληνικά, φαρσί… !»

« … για χάρη της γυναίκας της ζωής μου !»  Πετάχτηκε ο Αχιλλέας – Σεργκέι.

Όλες σπεύσαμε να θαυμάσουμε την έφεσή του. Και πράγματι, τί άψογη προφορά, τί σωστή γραμματική και τι ολόσωστη σύνταξη ! Αξιοθαύμαστο πραγματικά για έναν άνθρωπο που ακούει για πρώτη φορά μια γλώσσα και τη μαθαίνει μέσα σε δύο μήνες. Ή …. όχι;

« Ααααχ! Η δύναμη της αγάπης…» έκανε πάλι ο αγαθάγγελος η Μαριάννα, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό κι αυτοβυθίστηκε στη λιγούρα της.

« Ε, μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις … Έτσι δεν λέτε εσείς στην Ελλάδα;»

Καλέ, ο «μαθητευόμενος Σεργκέι» το είχε πει κι αυτό; Πάει στα κομμάτια η προφορά κι η γραμματική, να το «φάμε», αλλά τώρα να μας σερβίρει και παροιμίες; Κοίταξα την Ελένη τη θεολόγο υπό γωνίαν, κι εκείνη εμένα. Κάτι σαν να παραπήγαινε εδώ, δεν τα μαθαίνει κανείς αυτά τα Ελληνικά απ’ τη μια μέρα στην άλλη «dans le boudouir[3]….» Μπορεί η Λιλήκα να μην τα πήρε χαμπάρι τα ερωτηματικά που υψώθηκαν πάνω απ’ τα κεφάλια ολονών μας, αλλά ο Ρώσος Αχιλλεύς ήταν αλεπού του χιονιού.

« Στο Σαντ Πέτερσμπουργκ ,[4]  εργάζομαι σε ταξιδιωτικό γραφείο. Αν δεν πρέπει να έχουμε εμείς ευκολία με τις γλώσσες, ποιος να ‘χει  Και μας κοίταξε  μ’ εκείνο το μπλε του το βλέμμα :  Βελουδένια ήταν τα κύματα αθωότητας που μας τύλιξαν.….

Αλλά εμένα, που ξέρεις τώρα εσύ τι «γάτα με πέταλα» είμαι, δεν μ’ έπεισε, ούτε φυσικά και την Ελένη. Και για ένα πράγμα ήμουνα σίγουρη όταν πια είχαμε φύγει από κείνο το soiree της Λιλήκας :  Πως μπορεί αυτός να μην ήταν ο Αχιλλέας ο Θεσσαλός, ο αρχηγός των Μυρμιδόνων, ήτανε όμως σίγουρα στρατηλάτης, και μάλιστα εισαγωγής… Ο  Σεργκέι ο Πορθητής !


Τρεις μέρες κράτησε ο έρωτας της Λιλήκας και του Σεργκέι επί ρωσικού εδάφους. Για να μη χάσει λεπτό από κοντά του, δεν ακολούθησε το γκρουπ πουθενά μέχρι τη μέρα που αναχώρησε για Μόσχα, και μετά σερί γι’ Αθήνα. Λεπτομέρειες δεν μας είπαν παραπέρα απ’ αυτά, αλλά υποθέτουμε όλες πού θα ‘ταν κρυμμένοι οι δυό τους αυτά τα τρία εικοσιτετράωρα. Μα, φυσικά, κάτω απ’ τα σεντόνια…! 

Το Αγία Πετρούπολη – Μόσχα, Μόσχα – Κυψέλη μέσω «Ελευθέριος Βενιζέλος» ήταν για τη Λιλή ένας Γολγοθάς. Αυτό τουλάχιστον μας το είπε. Δεν ήταν σίγουρο το αν θα ξαναβρισκόντουσαν, όπως και το πότε. Ο Σεργκέι τής το είχε αφήσει στο φλου. 

« … Και να τον παίρνεις στο κινητό, και να μην μπορείς να τον βρεις!» Έλεγε και ξανάλεγε η Λιλή και γούρλωνε τα μάτια με αγωνία.

« Αλλά η αγάπη, ενώνει βουνά! Κι έτσι, σου ‘φερε εδώ και τον Σεργκέι σου…» Όνομα και πράμα αυτή η Μαριάννα, δεν της το’ χαμε βγάλει άδικα το παρατσούκλι « Βίπερ Νόρα»  πίσω απ’ την πλάτη της εμείς οι υπόλοιπες.

« Αν ενώνει, λέει…! Έτσι μια μέρα, χτυπάει το κουδούνι μου νωρίς ένα απόγευμα και να’ σου η αγαπούλα μου,  μπροστά μου! Έκπληξη μου έκανε, έκπληξη! » Και τα μάτια της Λιλήκας δάκρυσαν …

Καλά η Λιλή, μπορεί κανείς να το καταλάβει : Όταν ο γεροντο- έρωτας σε χτυπήσει κατακούτελα, τον περνάς πιο βαριά απ’ όταν είσαι νέος και ωραίος. Αλλά ο Σεργκέι; Μη μου πεις πως αυτός ο παίδαρος επιθυμούσε διακαώς να ερωτευτεί μια γυναίκα σαν τη … μαμά του!

« Άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου…» μου ‘χε πει η Ελένη απ’ το τηλέφωνο δυό μέρες αργότερα.

Εγώ όμως έλεγα, όχι και τόσο «άγνωσται», γιατί εδώ κάτι παιζόταν – εν αγνοία της Λιλήκας φυσικά. Και πού χανόταν αυτός κάθε μέρα, πέντε μέρες τη βδομάδα, για πες μου;  Τον είχαν αποσπάσει, λέει, από το γραφείο του Σαντ Πέτερσμπουργκ στον τουριστικό τους αντιπρόσωπο, εδώ στην Αθήνα για έξη μήνες. Κολοκύθια μετά ριγάνεως! Κι η Λιλή τελείως χαζή δεν ήταν. Ερωτευμένη ήταν όμως, μέχρι τα μπούνια.

Περάσανε έτσι τρεις μήνες και πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Τη Λιλή την είχαμε χάσει εντελώς απ’ τις συγκεντρώσεις στο Αθηναϊκόν, αλλά αυτή τη φορά οι λόγοι ήταν ευνόητοι.
« Ποιος να ξέρει», λέγαμε με την Ελένη, « μπορεί φέτος να σχεδιάζει να περπατήσει την Αγία Πετρούπολη με χιόνια ..»

Μέχρι, που ένα απόγευμα στο σπίτι μου χτύπησε το τηλέφωνο. Σε απευθείας σύνδεση με Κυψέλη, τα νέα με χτύπησαν κατακούτελα : Ο Σεργκέι αγνοείται !!!  Ανάμεσα στα πολλά κι ασυνάρτητα που μου έλεγε η Λιλή, μπόρεσα να συγκρατήσω μόνο κάτι σκόρπιες λέξεις : « Ε.Υ.Π…. αέριο…. κλιμάκιο…. Γιολάντα….»

« Πόσα θες για να με τρελάνεις βρε Λιλή;
Τι σχέση έχει η ΕΥΠ με την αδερφή σου τη Γιολάντα, και τι δουλειά έχει το αέριο με κάποια κλιμάκια της ΕΥΠ;
Κι ο Σεργκέι ο δικός σου, πού κολλάει σ’ όλα αυτά;»

Εν μέσω λυγμών κι αναστεναγμών, πολεμούσε η Λιλή να με κατατοπίσει.
« Θα τα πω - απολύτως εμπιστευτικά, ε; - μόνο  σ’ εσένα που ξέρεις και κρατάς τη γλώσσα σου. Μόνο δως μου λιγάκι χρόνο για να τα βάλω  σε τάξη, γιατί αχ, είμαι τόσο ταραγμένη...!  Από πού να σου αρχίσω; Α… απ’ το Φλάκο….»

Φλάκο ;;;;  Ποιος ήταν πάλι αυτός; Άλλος αλλοδαπός εραστής;  " Φλάκο εστί .. φίλος του Σεργκέι;» Τη ρώτησα με φωνή γεμάτη επιφύλαξη.

« Όχι καλέ ! Ο Φλάκο είναι γάτος. Ο γάτος της Γιολάντας από κάτω.» Τώρα ήταν που μπερδεύτηκα ακόμα περισσότερο.
 
« .... Όλα που λες, άρχισαν απ’ το Φλάκο, ένα απόγευμα που πήδηξε πάνω στο γραφείο του Νίκου, του άντρα της αδερφής μου», ξεφύσηξε η Λιλή. «Ο Φλάκο ξέρεις, είναι πολύ ζηλιάρης. Θέλει να παίρνει πάντα την προσοχή των άλλων, κι όταν ο Νίκος απομονώνεται με τις ώρες μπροστά στον υπολογιστή, ο γάτος σκαρφαλώνει δίπλα του και προσπαθεί να μπλοκάρει με τον ποπό του το πληκτρολόγιο». 

Α, τώρα είχε έρθει η ώρα να μάθω !
« Με την ευκαιρία, δεν μου έχεις πει ποτέ : Πού δουλεύει ο Νίκος της Γιολάντας;»  Διότι χρυσή μου, εγώ δεν τους είχα γνωρίσει ποτέ αυτούς από κοντά, είχα μονάχα ακουστά ότι είχε κάποια μεγάλη θέση σε μια πολυεθνική κι ότι ταξίδευε συχνά στα Βαλκάνια και στην Αμερική.

«Είναι Product Manager σε μια Αμερικάνικη πολυεθνική. Πουλάνε την εκμετάλλευση πηγών ενέργειας…».

Φυσικά, υποτίθεται ότι η δουλειά του είναι άκρως απόρρητη.  Αλλά η Γιολάντα τής το είχε σφυρίξει κάποια στιγμή, φυσικά εντελώς εμπιστευτικά.
«Κοίτα μη σου ξεφύγει κι εσένα πουθενά παραέξω καμιά κουβέντα, και βρούμε όλοι το μπελά μας …! » Με προειδοποίησε η Λιλή.

Τώρα μου είχε ανάψει πια η περιέργεια …
«Ναι, αλλά δεν το καταλαβαίνω βρε Λιλή, πώς συνδέονται όλα αυτά με την εξαφάνιση του “δικού” σου;»

« Μη βιάζεσαι, θα στα πω όλα με τη σειρά. Έτσι έκανε που λες ο Φλάκο εκείνο το βράδυ της Δευτέρας που μας πέρασε»  μου συνέχισε η Λιλή, «και τα’ βαλε με το πληκτρολόγιο. Μόνο που αυτή τη φορά δεν κάθισε επάνω παρά περπάτησε στα πλήκτρα, και πάτησε πολλά μαζί ταυτοχρόνως. Δεν σκαμπάζω καθόλου από ηλεκτρονικά για να στο εξηγήσω καλύτερα, αλλά άκου τί βγήκε πάνω στην οθόνη :  « Ξένο λογισμικό» νομίζω μου το είπε ο Νίκος !

Γιατί, σάμπως κι εγώ ήξερα από τέτοια; Αλλά κάτι είχε πάρει τ’ αυτί μου από δω κι από κει. Πήγα να το σιγουρέψω
«Άντε καλέ! Που πάει να πει ότι του Νίκου κάποιος του παρακολουθούσε από μακριά τις συνεννοήσεις που έκανε μέσω κομπιούτερ;»

« Σωστά τα λες. Τα ίδιο υποθέσανε κι αυτοί που φώναξε την Τρίτη  ο κουνιάδος μου απ’ τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, κι αυτοί ήρθαν και μας το κατάσχεσαν».

Καλά, δεν πάει να λέω εγώ ότι είμαι “γάτα με πέταλα”; Κι ο Φλάκο όμως δεν πάει πίσω, είναι “γάτος - Σέρλοκ Χολμς” : Ολόκληρη συνομωσία ξεσκέπασε!



«Τι λέω πως «υποθέσανε» τα τσακάλια της Δίωξης, ότι γινόταν υποκλοπή; Σίγουροι ήτανε !» 

Πήρε ανάσα και φόρα τώρα η Λιλή. « … Λοιπόν, εσένα θα στο σκάσω το μυστικό : Η εταιρεία του κουνιάδου μου σύντομα θα πουλούσε στη Βουλγαρία μια τεχνολογία πολύ καινούργια, για να παράγει μόνη της φυσικό αέριο. Κι αυτός είχε αναλάβει τελευταία όλη τη γραμματειακή υποστήριξη των διαπραγματεύσεων. Καταλαβαίνεις τώρα τι λαβράκι θα βρει μέσα στο pc του η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος; Μέχρι και  μπλεξίματα με την Αμερικάνικη Πρεσβεία θα ‘χουμε …»

Απίστευτο! Το σπίτι της Κυψέλης είχε γίνει ξαφνικά ο ομφαλός της γης,  το δε «histoire damour» της Λιλήκας είχε ξεφύγει απ’ τα στενά κουτσομπολικά πλαίσια της παρέας του Αθηναϊκού, κι αποκτούσε πια διεθνές πολιτικό ενδιαφέρον…

«…Γι’ αυτό, και την ίδια μέρα τα τσακάλια της Δίωξης φωνάξανε κι άλλους, αυτή τη φορά απ’ την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Τότε είναι που γεμίσαμε ξαφνικά από διάφορους “μυστήριους”, που κουβαλήσανε μαζί τους του κόσμου τα ηλεκτρονικά για να μας γυρίσουνε το μέσα- έξω. Ακούς;;; Το σκάνδαλο του «Watergate» παίχτηκε στο σπιτάκι μας!» Κάπου εδώ η φιλενάδα μας η Λιλή έβαλε τελεία και θαυμαστικό.

Για σκέψου τώρα παιδί μου, εμπορικό «ειδύλλιο» μεταξύ Αμερικής και Βαλκανίων, και κουμπάρος ποιος;  Ο κουνιάδος της Λιλήκας! Μήπως άραγε εμπλεκόταν κάπου εκεί … κι η πρώην ερωμένη, η Ρωσία; Τότε πράγματι, ήταν που θυμήθηκα κάποιο άρθρο σ’ ένα φύλο της «Κυριακάτικης Καθημερινής», που το επιβεβαίωνε : Οι Βούλγαροι που βαρέθηκαν να πληρώνουν το φυσικό αέριο στον Πούτιν «καραβίσιο», φημολογείτο ότι τα έψηναν τώρα με τους Αμερικάνους. Τότε ήταν που, να πω την αμαρτία μου, της έκανα και την επίμαχη ερώτηση

« Κι ο Σεργκέι βρε Λιλή, πού ήτανε σ’ όλη εκείνη τη φάση;»
Δισταγμός από την άλλη μεριά της γραμμής. Αυτή τη φορά της πήρε χρόνο μέχρι να βρει τις κατάλληλες λέξεις πριν απαντήσει.

« Για καλή του τύχη ήταν εκτός, όλο το πρωί της Τρίτης. Θα γύριζε, μου είχε πει, αργά το απόγευμα. Έλα όμως που δεν εγύρισε ποτέ…;» Και μετά, λυγμοί ασυγκράτητοι. Αλλά κι εγώ, δεν θα το έβαζα κάτω έτσι εύκολα!  Με το που συνήλθε, επέμεινα

« Ε, ωραία βρε παιδί μου, κι αυτοί οι “μυστήριοι” της Ε.Υ.Π. πώς και δεν τον αναζητήσανε; Δεν ρωτήσανε κατ’ αρχήν ποιοι μπαινοβγαίνανε τον τελευταίο καιρό στο σπίτι της αδελφής σου;»

Ξεφύσηξε γεμάτη αγανάκτηση.
« … Έννοια σου, τους το πρόφτασε η αδερφούλα μου – μη χάσει και δεν βάλει βούτυρο στο ψωμί του Νικολάκη της! -- ότι εγώ είχα δεσμό τον τελευταίο καιρό μ’ ένα Ρώσο. Δεν χωράει κουβέντα πως μου κουβαληθήκανε κι απάνω …».

Φυσικά και τη ρωτήσανε κατ’ ιδίαν πού ήταν «ο Ρώσος της». « …Έχει πάει στο ταξιδιωτικό γραφείο που δουλεύει», τους απάντησε, περισσότερα είπε πως δεν ήξερε. Κι αυτοί φυσικά δεν το χάψανε. Ανακατέψανε κρεβατοκάμαρα και μπάνιο, ξεχώσανε τις πρίζες, διαλύσανε τη δορυφορική, σηκώσανε μέχρι και τα χαλιά να δούνε από κάτω. Δεν βρήκανε όμως χαρτιά, ούτε διαβατήρια, ούτε κομπιούτερ, ούτε συσκευή κινητού, όλα μπουχός! Μα, πότε πρόλαβε αλήθεια να τα  πάρει μαζί του ο Σοβιετικός φαντομάς;

Η Λιλή ανέβασε ακόμα περισσότερο τους τόνους.
« Εφιάλτης σου λέω! Η Ε.Υ.Π. παρακολουθεί μέρα- νύχτα τα κινητά, τα σταθερά και τα πήγαινε-έλα ολονών μας εδώ μέσα. Πάει, τον έχω χάσει για πάντα το Σεργκέι μου…» Τη λυπήθηκα να σου πω την αλήθεια μου,

«Έλα βρε φιλενάδα μην κάνεις έτσι! Σημασία έχει πως για όσον καιρό μείνατε μαζί, εσύ πέρασες καλά. Τι θέλουμε τώρα κι εμείς στην ηλικία μας, να μας πέσει μήπως στην ποδιά μας ο ουρανός με τ’ άστρα;»

Πνιγόταν στους λυγμούς, και μ’ έκλεισε βιαστικά. Με το δίκιο της από μια μεριά, αν κάτσεις και το καλοσκεφτείς πως δεν ήτανε και λίγο το χουνέρι που ‘παθε. Έναν άντρα αγάπησε κι αυτή, και να της βγει … κατάσκοπος; Γιατί σίγουρα αυτός την είχε στήσει τη φάμπρικα, μήπως υπήρχε κι άλλος;

Τώρα εμένα που είμαι «γάτα» όπως ξέρεις σε κάτι τέτοια, μέχρι που μου περνάει απ’ το μυαλό πως κι η πρώτη τους συνάντηση τότε στο ταξίδι της Ρωσίας κι ο « έρωτας» με την πρώτη ματιά, δεν ήταν καθόλου τυχαία : Οι Ρώσοι ήξεραν σε ποια γυναικεία καρδιά τον στέλνανε ν’ απλώσει τα δίχτυα του. Κι ο Σεργκέι ο Πορθητής εισέβαλε ακριβώς στο κέντρο των καυτών διαπραγματεύσεων, και μάλιστα, με τον πιο ζαχαρένιο τρόπο! Να μην της είχε περάσει και της Λιλής αυτό το σενάριο απ’ το μυαλό; Μπα, ποτέ μου δεν την είχα και για τόσο ξύπνια, πια. Κι έπειτα να ξέρεις, ο γεροντο-έρωτας πάνω απ’ τα πενήντα είναι τυφλός χρυσή μου….

 «Έλα αύριο τ’ απόγευμα απ’ το σπίτι, για καφέ. Ο Αντώνης θα λείπει μέχρι αργά, και θα τα πούμε με την ησυχία μας», ήταν η τελευταία μου κουβέντα.



Και πράγματι, ήρθε. Με τα μαλλιά μαζεμένα ψηλά σ’ έναν κότσο πολύ σεμνό, μπλούζα φραχτή ως απάνω, και μαύρα γυαλιά ηλίου για να κρύβει τα μάτια της που ‘ταν πρησμένα απ’ το κλάμα. Μα η βιονική Λιλή ήταν αυτή; Ούτε στην κηδεία του μακαρίτη « του μπαμπά» της δεν την είχα ξαναδεί έτσι! 

« Μα, καλά βρε Λιλήκα, για πες μου – εντελώς μεταξύ μας τώρα! – πώς και το μυρίστηκε από μακριά ο Σεργκέι ότι ξεσκεπάστηκε η κατασκοπία του; Και πώς τα κατάφερε να εξαφανιστεί την κατάλληλη στιγμή, πριν προλάβουν να τον τσακώσουν;»

Με κοίταξε λοξά με μάτια γεμάτα δυσπιστία. Θα μπορούσε άραγε να μ’ εμπιστευτεί; Αυτό φαίνεται πως μετρούσε εκείνην την ώρα….
Πήρε ανάσα βαθιά.

«Ναι λοιπόν, θα στο πω κι αυτό….
Απ’ τη Δευτέρα το βράδυ  που’ γινε το σούσουρο στο σπίτι της Γιολάντας, εγώ ήμουνα που τον ειδοποίησα να μη γυρίσει σπίτι. Είχαμε συνθηματικό χτύπο στο κινητό, για ώρα ανάγκης: Τρία χτυπήματα και κλείσιμο, μετά δύο και πάλι κλείσιμο. Τυφλωμένη απ’ τα δάκρυα ήμουνα, κι όμως συνέχιζα η τρελή να πατάω  τα πλήκτρα, κι ας ήξερα πως μπορεί από κείνη τη στιγμή κι έπειτα να τον έχανα για πάντα…. »

Έμεινα άφωνη. Η Λιλή «συνεργός» κατασκόπου; Η αποκάλυψη αυτή ήταν από κείνες που δεν καταπίνονται εύκολα. Άρα, ΗΞΕΡΕ, άρα επιδοκίμαζε και άρα μπορεί και να τον ΒΟΗΘΗΣΕ…. « Το κορίτσι του James Bond» η φιλενάδα μας, μωρέ μπράβο κότσια! Δεν μπορούσα να μη τη ρωτήσω όμως τώρα που έγινε η αρχή,

« Δηλαδή βρε αγάπη μου, εσύ τα ‘ξερες όλα από τότε που ο Σεργκέι ήρθε στην Ελλάδα για να μείνετε μαζί, ή  κι από … ακόμα πιο πριν;»

« Όχι, τυχαία τ’ ανακάλυψα, ένα βράδυ στο δεύτερο μήνα πάνω…» Μου είπε και ξεροκατάπιε το σάλιο της, λες και ξαναζούσε σινεμασκόπ τις πρώτες στιγμές της αποκάλυψης. 

« .... Είχαμε κάνει έρωτα εκείνο το βράδυ κι εκείνος, που τα ‘χε πιει τα ποτηράκια του μετά το φαγητό, απόκαμε γρήγορα κι αποκοιμήθηκε προτού καλά – καλά να γυρίσει πλευρό. Τον τύλιξα στο πάπλωμα για να μην κρυώσει και σηκώθηκα να πάω στην κουζίνα – νομίζω, έσταζε η βρύση κι εκείνο το σπαστικό “ταπ- ταπ” πάνω στον ανοξείδωτο νεροχύτη δεν μ’ άφηνε να κλείσω μάτι.
Περνώντας έξω απ’ το σαλόνι, είδα το δερμάτινό του το μπουφάν πεσμένο στο πάτωμα.” Τ’ αγόρι μου,…” σκέφτηκα. Πεινούσε πάντα σαν λύκος κάθε απόγευμα που ερχόταν απ’  έξω, και δεν έβλεπε την ώρα να κάτσει για φαγητό. “Θα το πέταξε βιαστικά στην πολυθρόνα, κι από κει θα γλίστρησε κάτω…”. Πήγα κατά κει, έσκυψα, “ κάτσε να το κρεμάσω στο porte manteaux”, [5]είπα, “  μη και στραβοχυθεί, που μας στοίχησε στον Καρούζο και μια περιουσία!” Και πώς εκείνη την ώρα μου φάνηκε πιο βαρύ απ’ τη μια μεριά;  Κοιτάω να δω, κι από μια  τσέπη χωμένη στην εσωτερική επένδυση, βγάζω…..»

Τα μάτια της γουρλώσανε καθώς κοιτάζανε το υπερπέραν της ανάμνησης, σαν να έβλεπε φάντασμα,
« … ένα Ελληνικό διαβατήριο EOK με τη δική του τη φωτογραφία φάτσα – κάρτα!
 Όνομα κι επίθετο; “Σέργιος Ανδρέου” ή “Σεργκέι Αντρέγιεφ”. “ Τόπος γεννήσεως, Τασκένδη, Ουζμπεκιστάν… Έμεινα άφωνη. Έλληνας ομογενής ο Σεργκέι μου; Μα, φυσικά και όχι! Αλλιώς μου τα είχε πει όταν είχαμε πρωτογνωριστεί. Αλλά κι αν ήταν αυτή η αλήθεια, γιατί μου το ‘χε κρύψει; Από κει και μετά οι σκέψεις μου αρχίσανε να τρέχουν : Κι αν η γνωριμία μας δεν ήταν και τόσο τυχαία; Κι αν με βρήκε σαν την ιδανική ευκαιρία για να έρθει ινκόγκνιτο στην Ελλάδα; Με ποιο σκοπό όμως άραγε;
Αυτό το τελευταίο δεν το ‘μαθα παρά μόνο τώρα, με την τελευταία τροπή που πήραν τα γεγονότα. Εκείνη τη νύχτα, περιττό να σου το πω, μάτι δεν έκλεισα, λογάριαζα τι θα έκανα : Θα του έλεγα ότι ξέρω ή δεν θα του έλεγα τίποτα; Τώρα το φυλλοκάρδι μου θα έτρεμε τριπλά κάθε φορά που εκείνος θα ‘φευγε απ’ το σπίτι. Από τη μια, τώρα πια το είχα για σίγουρο ότι η ιστορία μας-  αργά ή γρήγορα - θα ‘παιρνε τέλος. Όμως εγώ είχα ακόμα μέσα μου μια τρέλα νεανική, που με τσιγκλούσε να ρισκάρω. “Δεν γέρασα ακόμα”, είπα και το εννόησα, “και μόνο  όταν πια θα μαραθώ εντελώς, τότε θα την αφήσω να σβήσει… .” Μ’ από την άλλη, δεν άντεχα στην ιδέα ότι ο Σεργκέι θα μπορούσε να πάθει κακό εξαιτίας μου. Καλύτερα να το πάθαινα εγώ. Απόκανα στις σκέψεις εκείνο το βράδυ. Στο τέλος είπα, θα τ’ αφήσω όπως έρθει, το μόνο που ξέρω είναι πως ό,τι κι αν γίνει, εγώ θα τον προστατέψω…» 



Μ’ αυτά τα  λόγια τα τελευταία, « έσπασε». Βύθισε το κεφάλι μέσα στα χέρια της, κι άρχισε να θρηνεί σπαραχτικά.
« Ε, και τι άλλο μπορούσα να κάνω δηλαδή; Τον αγαπούσα το Σεργκέι, κι ας ήταν κατάσκοπος. Εκείνος δεν ξέρω κι αν μ’ αγάπησε τόσο, όμως εγώ τον αγάπησα πολύ, αυτή ήταν η αμαρτία η δική μου…. Χαζή δεν είμαι, όμως καμιά φορά βολεύει να παριστάνεις τη χαζή. Τι είχα πια στη ζωή μου εκτός από κείνονε – έστω, και τις αναμνήσεις απ’ τις καλές μας στιγμές -- για ν’ αντέξω τα χρόνια που θα ‘ ρθουν και θα ‘μαι μόνη;».   

Απόμεινα να την κοιτάζω χωρίς να ξέρω τι να κάνω και τι να πω. Δεν ήταν πια η βιονική μας Λιλή με το λουλουδιστό παρεό και με το πρόσωπο τσίτα. Ήτανε μια γυναίκα καθημερινή, βασανισμένη απ’ αυτά που από πάντα της έλλειπαν.

Κοιτώντας χάμω σαν το δαρμένο σκυλί, συμπλήρωσε χαμηλόφωνα
«Μην κοιτάς εσύ. Εσύ τα έκανες τα παιδιά σου, κι άσε που κάποτε τον Αντώνη τον είχες αγαπήσει. Εγώ για πες μου, τι έρωτα γνώρισα; Μια ακόμα εμπορική συμφωνία του μπαμπά ήταν ο γάμος μου. Κι η ζωή μου πιο ύστερα, ένα τίποτα πασπαλισμένο με χρυσόσκονη. Και όλα τ’ άλλα, τα ψώνια, τα ταξίδια και τα φλερτ, ήταν μοναχά για παρηγοριά. Τα έχω από καιρό σιχαθεί.»

Τόσες αποκαλύψεις;  Αδύνατο να τις εμπεδώσω.
«Πες μου, τι ήθελα πια κι εγώ στα πενήντα πέντε μου; Λίγη αγάπη, κι ένα κορμί πιο φρέσκο απ’ το δικό μου,  να μου θυμίσει πώς θα ‘τανε η Ζωή η αληθινή εάν την είχα ζήσει ! Να ‘χω να λέω πως κι εμένα κάποιος μ’ έκανε Γυναίκα, κι ας ήρθε κομμάτι αργά στη ζωή μου. Φτάνει και μόνο που θα’ χε υπάρξει….»

Καθόμουν δίπλα της και δεν ήξερα τί να σκεφτώ. Κάποιες άλλες, θα  θριάμβευαν. Θα  λέγανε μέσα τους « Καλά να πάθεις φαντασμένη μου Λιλή, ήθελες τα πολλά και τώρα χάνεις και τα λίγα». Κάποιες πάλι θα νιώθανε πλούσιες,  θα τους φάνταζε βλέπεις πολύ ασφαλής η μετριότητά τους. Μα εγώ χρυσή μου, δεν μπορούσα εκείνη τη στιγμή να κάνω τίποτα απ’ τα δυό. Γιατί, αφού είχα ζήσει τη ζωή τη δική μου διαφορετικά, πώς θα μπορούσα να μπω  στη θέση της και να την κρίνω ακριβοδίκαια; Μόνο ενοχές ένιωθα - τύψεις πώς το λένε; --  που τόσα χρόνια τη Λιλή την είχα περάσει για μια γυναίκα επιφανειακή,  όπως ήμουν παρασυρμένη απ’ τη ζωή τη δική μου. Μήπως κιόλας ήταν οι διαφορές μας που μ’ έκαναν να τη βάζω απέναντί μου σαν εχθρό, παρά σαν άνθρωπο και σαν φίλη; Μπορεί.

«… Πήγα λοιπόν και τον βρήκα, ξημερώματα Τρίτης, σ’ ένα αδιέξοδο δρομάκι πίσω απ’ την Ομόνοια. Του ‘δωσα όσα χρήματα είχα στο σπίτι, μαζί μ ένα sack voyage που το ‘χα γεμίσει μ’ όλα εκείνα που, αν τα έβρισκαν αυτοί οι τρισκατάρατοι της Ε.Υ.Π. θα γινόντουσαν αποδείξεις εναντίον του. Πίσω στο σπίτι άφησα μόνο τα ρούχα και τα προσωπικά του είδη, για να μην κινήσουμε υποψίες, και για να μου τον θυμίζουν φυσικά. Ένα τελευταίο φιλί του ζήτησα, τίποτ’ άλλο …».

Εγώ, που μέχρι εκείνη τη στιγμή της έδινα ένα-ένα τα χαρτομάντιλα, τώρα τα κρατούσα για να σκουπίζω τα δάκρυα τα δικά μου. Εκείνη συνέχισε, σα να προσπαθούσε μέσα απ’ τ’ αναφιλητά να βγάλει κάποιο νόημα στην ιστορία αυτή, που θα ‘κανε την πραγματικότητά της να γίνει ίσως κομμάτι πιο υποφερτή. 

« …Δεν μ’ είχε ρωτήσει ποτέ το πώς είχα μάθει την αλήθεια για κείνον. Απλά δέχτηκε τις αγωνίες μου και συμφωνήσαμε το συνθηματικό χτύπο στο κινητό του για την ώρα  της ανάγκης, σα να ‘ταν κάτι αυτονόητο. Κι  όταν χωριστήκαμε, πάλι λέξη δεν είπε. Μονάχα με το δάχτυλό του, μου χάιδεψε το μάγουλο… »

Σήκωσε τα μάτια της. Ήταν υγρά κι ερημωμένα.
« Πάει κι αυτό, αν ήταν  δηλαδή και  ποτέ δικό μου… Από την άλλη, πασχίζω να το φιλοσοφήσω και να πείσω τον εαυτό μου πως  τέλειωσε εκεί που κρατιόταν ακόμα όμορφο. Προτού φθαρούμε, προτού αρχίσουν οι ρωγμές. Είχε κι η σκέψη αυτή τη χάρη της… Δεν μου άφησε πίκρα ο Σεργκέι, μοναχά ένα παράπονο που δεν χόρτασα την αγάπη μας.
Μα τώρα, πες μου : Παναπεί που θα μ’ αγάπησε κι αυτός δεν μπορεί, έστω λίγο, λιγουλάκι, για να χαϊδέψει το μάγουλό μου με το δάχτυλό του εκείνη τη στιγμή του αποχαιρετισμού μας, δεν το πιστεύεις κι εσύ;»

Έφερα μοναχά το χέρι μου στον καρπό της, και τον έσφιξα απαλά. Κι ούτε στιγμή δεν το σκέφτηκα βρε μάνα μου, προτού να της πω με την καρδιά μου, « Ναι, Λιλή μου!»…


ΤΕΛΟΣ

© Δώρα Νικολαΐδου, Μάιος 2014









[1] Λουμπόφμαγια : Αγαπούλα μου, στα ρώσικα.
[2] Στα γαλλικά : Ιστορία αγάπης
[3] Στα Γαλλικά, καθότι, αν θυμάστε η αφηγήτρια και όλες της οι παλιές συμμαθήτριες ήταν γαλλομαθείς : Μέσα στο μπουντουάρ, τον απολύτως πριβέ δηλαδή χώρο όπου γδύνεται μια γυναίκα.
[4] Αγία Πετρούπολη
[5]  Porte manteaux : Η κρεμάστρα, συνήθως στην είσοδο του σπιτιού, όπου κρεμάμε τα παλτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου