Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Η Τελευταία Προσευχή

                                                                Ο χτύπος της καρδιάς της νέας ζωής
                                                                                                    μέσα στη μήτρα..





Σ
 τα μέρη τους, το νυχτοπούλι αρχίζει να φωνάζει όταν επάνω στα χώματα έχει ξαπλώσει πια πυκνό, το σκοτάδι. Η γκρίζα  κραυγή του σκίζει τη νύχτα και μπαίνει μέσα απ’ το παράθυρο που στέκει φυρό.



Μα εκείνη αυτό το βράδυ τίποτε άλλο δεν ακούει, απ’ τον κόσμο να σπάζει σε θρύψαλα χίλια δυό. Είναι εκεί, καθισμένη πάνω στα σεντόνια τους, κρατά στα χέρια της το κεφάλι του και το ραίνει με λυγμούς. Λικνίζει τα κρουστά μαλλιά, το πρόσωπο με τα χείλη που μόλις πριν λίγες μέρες ακόμα της γελούσαν, και ψάχνει παραλογισμένη να δει κάπου ένα πέρασμα ζωής, ή  κάποιον να ‘ρθει να της πει πως η ώρα αυτή είναι μόνο ένα μαύρο όνειρο, που γρήγορα  τελειώνει. Μα αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Τίποτα δεν θα ‘ναι ίδιο πια με πριν, τώρα που όλα τα ρολόγια έχουν σπάσει. Τα δάχτυλα που πλέκει μέσα στα δικά της κι απελπισμένα τους ζητά να της γνέψουν, είναι παγερά.


Να σηκώσει τα μάτια θέλει ψηλά, σ’ Αυτόν, να υψώσει μια γροθιά κατά πάνω του και να Του φωνάξει «Δεν υπάρχεις! Δεν υπάρχεις γιατί δεν ακούς! Γιατί Εσύ ποτέ δεν άκουσες τις προσευχές μου…».

Στις φλέβες της τρέχει άγρια κι ορμητική η οργή για έναν Θεό που δεν τη σπλαχνίστηκε, και για κείνον τον μεγάλο Ακάλεστο, το θάνατο, που τώρα ταξιδεύει τον αγαπημένο της επάνω στα φτερά του. Οργή απέραντη και μετά πάλι μούδιασμα. Κι ύστερα επιστρέφει στα σωθικά της, φλεγόμενος ο πόνος.  

«Πού πήγες Ήλιε μου; Πού μ’ αφήνεις;»





« Καμιά φορά φοβάμαι », της είχε πει εκείνος κάποια βραδιά μήνες πριν, την ώρα που ξαπόσταιναν μετά από έναν έρωτα που κράτησε όσο ένα τσιγάρο, « μην και δεν προφτάσω να πεθάνω γέρος, όπως θα το ‘θελα, εδώ  στην αγκαλιά σου …. ».

Κι εκεί αναμεσό στα δυό βουναλάκια του στήθους της, εκεί όπου πάντα του άρεσε να φωλιάζει, από τα μάτια του ξεστράτισε μοναδικό ένα δάκρυ. Το ‘νιωσε εκείνη να κατρακυλά ζεστό πάνω στη σάρκα της, κι έπεσε μέσα της μια μαρμάρινη σιωπή. Όχι, δεν θα μπορούσε να τον χωρέσει ετούτον τον  αποχαιρετισμό. Στις προσευχές της το «μαζί» πάντα ζητούσε  απ’ το Θεό. Να φεύγαν οι δυό τους σε μια τέτοια στιγμή σαν κι αυτή. Να κυλούσαν απ’ τη γλυκιά αποχαύνωση μετά τον έρωτα, στον ύπνο κι από κει στα λιβάδια τ’ ουρανού όπου το ταξίδι της Αγάπης κρατάει για πάντα.


Και με το δάκρυ αυτό,  σαν να ‘ταν έτοιμη από καιρό κατάλαβε πως το ‘χε ήδη αποφασίσει. Να τηνε κλέψει την αιωνιότητα που ονειρεύτηκε, να την αρπάξει απ’ τα χέρια αυτού του δύσκολου Θεού με κάθε τρόπο, ακόμα κι αν Εκείνος δεν θα ‘στεργε από μόνος του να της την χαρίσει: Έκανε το κορμί της θάλασσα, γέμισε τα λαγόνια της με χυμούς αλμύρας και πήρε αυτόν τον άντρα που την αποχαιρέταγε, σ’ ένα ταξίδι που δεν θα έπιανε ποτέ του λιμάνι.  Για πότε η καμπύλη του λαιμού της γίνηκε το νησί της Κίρκης, πότε τα στήθη της ανοίξανε διάπλατα σαν τις Συμπληγάδες του πόθου; Για πότε σφύριξε πίσω απ’ το λοβό του αυτιού του ανάσες Σειρήνας και τον τύλιξε μες στη γητειά της… Κι εκείνος, σαν άλλος Οδυσσέας, άφησε το καράβι του να πλεύσει μέσα απ’ τους αφρισμένους υφάλους, ίσια στη σκοτεινή, θερμή νηνεμία του εντός της.


Και μετά τα κορμιά τους ξανάσαναν. Ακίνητα, έμειναν για λίγο μετέωρα μέσα στο χρόνο. Αυτός θαρρούσε πως την είχε δαμάσει, σφιχτά κλειδωμένη καθώς την είχε πάρει μέσα στην ορμή του. Μα αληθινά ήταν εκείνη που τον κρατούσε κλεισμένο μες στα σπλάχνα της, μην φύγει πρόωρα, μέχρις ότου ν’ αφουγκραστεί καλά το σπόρο του να περνάει τις πύλες της μήτρας της και να φτάνει ως ψηλά, στην καρδιά της.





Όλα αυτά είχαν έρθει τότε, μα πέρασαν. Τώρα μέσα στα χέρια της δεν λικνίζει παρά το μόνο κομμάτι του που της έχει απομείνει. Μπροστά στα μάτια της περνούν οι εικόνες της ζωής τους. Το σπίτι τους το νυφιάτικο στον κάμπο με τις ανθισμένες πορτοκαλιές. Τα βήματά τους τα ενωμένα, τις νύχτες που περπατούσαν κάτω απ’ τ’ αστέρια της πεδιάδας των Μυκηνών. Την άχνα της Αργολικής θάλασσας, που τους ετύλιγε καθώς βουτούσαν γυμνοί σαν νεογέννητα παιδιά κάτω απ’ τα κύματά της.

 « Όχι ακόμα, δεν έφυγες... » θέλει να τον κοιτάξει σαν κάθε πρωί και να του πει.« Αλλά τώρα πια δεν θα σ’ αφήσω να φύγεις από μένα ποτέ, όσο θα με κρατούνε ακόμα ζωντανή οι μέρες κι οι εικόνες της αγάπης μας».





Μα αυτή η γκρίζα κραυγή, πώς εγίνηκε άραγε κι εσιώπησε έτσι απότομα ; Το νυχτοπούλι πέταξε μακριά. Απ’ το φυρό παράθυρο φαίνεται σάμπως ν’ ανοίγει στα δυό το μαύρο στερέωμα. Κι από κει που χωρίζονται μεταξύ τους δυό ολόμαυρα σύννεφα, σκύβει η σελήνη ολοστρόγγυλη και φωτάει μπροστά. Ο δρόμος μέσα απ’ τα δέντρα γίνεται του ασημιού, παίρνει γυρίσματα κι ανηφόρες.
Είναι εκείνη τη στιγμή που το νιώθει για πρώτη φορά, σα να Το ψηλαφεί. Όχι πια μες στο στέρνο της, μα κάτω απ’ το δέρμα της κοιλιάς. Αυτό το Κάτι που αναδεύεται, ένα τρυφερό κατιτί σαν το λεπτό φτεροκόπημα μιας πεταλούδας. Έτσι δεν λένε οι παλιές μανάδες πως νιώθεις το πρώτο σκίρτημα του παιδιού μέσα στ’ άμαθα σπλάχνα σου, όταν γίνεσαι πρώτη φορά κι εσύ μάνα; Κι έτσι, με οργή και με πόνο και με άφατη χαρά, χαράζει  μια αυγή. Όλα μέσα της παίρνουν τώρα τη θέρμη και τους ώριμους χυμούς καλοκαιριού. Κι αυτή, η τελευταία της προσευχή έρχεται για να μείνει.   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου