Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Ποτέ μου δεν μεγάλωσα αρκετά….



 



Περνούν οι μέρες, περνούν τα χρόνια πάνω απ’ το σώμα σου, απ’ τ’ άσπρα σεντόνια… Κι εσύ που έχεις περάσει από καιρό τα πενήντα, δεν μπορείς να νιώσεις ακόμα πάνω στην καρδιά σου το γέρασμα του χρόνου. Στ’ άσπρα σεντόνια, εκεί όπου το σώμα σου δινόταν στον έρωτα – τότε, παλιά – μες στα ίδια τ’ άσπρα σεντόνια τον περιμένει και τώρα. Σαν να μην έχει καταλάβει το σώμα αυτό ότι οι δεκαετίες το πάλιωσαν… Τον λαχταράει, συστρέφεται, διψάει να νιώσει πάλι ποθητό, να ξεπλυθεί μες σε  ποτάμια τρυφερότητας. 


Μα πιο πολύ από κείνο, διψάει η εφηβική σου ακόμα ψυχή. Ν΄ ακούσει λόγια αγάπης, υποσχέσεις – ακόμα κι αν το ξέρει πως δεν είναι για να πραγματοποιηθούν ποτέ – και να τυλιχτεί σε βογγητά νοσταλγίας.  Όμως, στα πενήντα η αγάπη έμαθε να σε προσπερνάει και να χάνεται στην ομίχλη του χτες. Και μένεις με το σώμα απότιστο κι αδειανή την αγκαλιά.


Μα, μήπως κι είναι λάθος σου που μεγάλωσες; Είναι κάποιο τίμημα για την όψιμη σοφία σου, που πρέπει να το πληρώσεις; Να σκοτώσεις πρέπει μέσα σου τη φαντασίωση και τ’ όνειρο, να παγώσεις την ελπίδα για την επόμενη χαρά που θα ‘ρθει, να πνίξεις στα γκρίζα την ανάμνηση των παλιών χαδιών; Πρέπει άραγε να ξεγράψεις για πάντα την πεθυμιά σου να προσφερθείς ξανά και ξανά, σαν ιερό και πολύτιμο σφάγιο στο βωμό της λαγνείας;  Πότε τέλειωσαν όλα αυτά;  Πότε σε διέγραψαν απ’ τους καταλόγους του πολέμου για την κατάκτηση της Αγάπης;


Η πόρτα έκλεισε με θόρυβο πίσω σου μόλις πέρασες το κατώφλι των «-…ηντα» και σ’ άφησε απ’ έξω, στο κρύο. Όμως εσύ θες να το φωνάξεις σ’ όλους, να το πεις. Πως δεν αλλάζουν τίποτε τα γκρίζα σου μαλλιά κάτω απ’ την άλικη βαφή, πως μέσα σου νιώθεις ακόμα είκοσι κι ας μοιάζεις πενήντα, πως  το ρολόι της νιότης  σταμάτησε εκεί που στο πρωτοσημάδεψε ο ΄Ερωτας.


Τα σεντόνια σου τ’ άσπρα δεν θέλουνε άλλο πια να μένουνε πάλλευκα. Ζητούν να λερωθούν, να ξεστρωθούν, να τσαλακώσουν και πάλι κάτω απ’ την δίνη δυό κορμιών. Γιατί τώρα, που περάσαν τα χρόνια και σε πλουτίσαν με εικόνες, εσύ τώρα πια το κατάλαβες : Πως Εκείνος - ο Έρωτας -- δεν είναι μόνο επιθυμία για ένωση με τη φύση του άντρα πορθητή, δεν είναι μόνο πάθος που ορμάει να σβήσει το αντίπαλο πάθος μέχρις ότου ν’ ανάψει μια κοινή πυρκαγιά.


Είναι η Αγάπη για Ζωή, ζωή που φεύγει σα νερό μέσα απ’ τα’ ακροδάχτυλά σου, και που ξέρεις πως ποτέ πια δεν θα την ξαναμαζέψεις. Είναι ζωντάνια μες στο σώμα σου που ζητάει χυμούς για να ανθίσει για μια τελευταία φορά. Είναι Ζωή που δεν θες να την  αφήσεις ακόμα να ησυχάσει απ’ τα λάθη σου τα γυναικεία κι ανθρώπινα, όσο κι αν μετά αυτό θα σου κοστίσει πανάκριβα.


Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,

αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με….[i]



«Μέσα μου δεν μεγάλωσα αρκετά, και δεν το μετανιώνω», θα λες στα χρόνια που θα ‘ρθούν, προσμένοντας τον Έρωτα παράφορα, γυρίζοντας  στο στόμα σου ξανά και ξανά τα μύχια λόγια του Καβάφη….   

© Δώρα Νικολαΐδου, Φλεβάρης 2014


[i] Κωνσταντίνου Φωτιάδη Καβάφη, ποίημα με τίτλο « Επέστρεφε»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου