Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Τα Τρία "Ε" της Ευτυχίας





Φοιτητής ο Χρυσοστομάκης στη Θεσσαλονίκη, εκ  Δράμας ορμώμενος. Εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε, εκεί τέλειωσε και το Λύκειο. Το μόνο που δε λέμε, είναι ότι εκεί ερωτεύτηκε για πρώτη του φορά. Γιατί εκεί στη Δράμα, έμενε μαζί με τη μάνα του τη Ρένα. Θα μου πεις, και με ποιον άλλον να ‘μενε, παιδί πράμα; Ναι, αλλά η Ρένα ήταν η τυπική Ελληνίδα μάνα μοναχογιού – μοναχοκύρη. Τυπική δηλαδή που λέει ο λόγος, αλλά βάλε και … κάτι παραπάνω. Κέρβερος να λες, που φυλούσε τις πύλες του νεόδμητου της οδού Δημητρίου Γούναρη, μην τυχόν και πατήσει εκεί μέσα κανένας θηλυκός αστράγαλος. 

Α, όλα κι όλα, χωρισμένη η Ρένα απ’ τον άντρα της χρόνια δέκα, συναπτά – γιατί πόσο ν’ αντέξει κι εκείνος, πατημένος απ’ τη μπότα της «Βέρμαχτ» ;--   τον Χρυσοστομάκη  της τον ήθελε για τον εαυτό της, μονομπούκι-μονοφάι. Κατά κόσμον βέβαια εδήλωνε πως το γιόκα της θα τον έδινε μοναχά σε κοπέλα αριστοκρατική, που θα ‘ταν «της σειράς τους». Αλλά και ποια θα ‘ταν αυτή άραγε που θα πληρούσε τα στάνταρντ της πυργοδέσποινας της οδού Γούναρη; Λαϊκιά η μία, ξέκωλο η δεύτερη. Ανοικοκύρευτη η τρίτη, κι η τέταρτη σαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο – « Καλέ, δεν βλέπεις, για, που ‘χει μουστάκι και το μαδάει, αφού;»--  και τέρμα το ψάξιμο. Μα φυσικά, πού να παραβγεί καμιά τους με την αφεντιά της, κι ας τους έριχνε καμιά τριανταριά χρόνια :  Κούρσα η Ρένα, μαλλί στην τρίχα η Ρένα, μονοκατοικία καλοσουλούπωτη στην ομορφότερη γειτονιά της πόλης η Ρένα, τον είχε τον τρόπο της. 

Τι να μου κάνει μιας γυναίκας σαν κι εμέναν, εκείνος ο «μπάμιας» ο πατέρας σου, αφού;

Του ‘λεγε και του ξανάλεγε του Χρυσοστομάκη της, και του  ‘κοβε τα φτερά και …όχι μόνον. Ούτε φλερτ, ούτε αρραβώνας, ούτε τίποτα δε θα φαινόταν στον ορίζοντα όσο ο γιόκας της θα συνέχιζε να μονάζει στο νεόδμητο της οδού Γούναρη. 

Ώσπου ξημερώνοντας μια ζεστουλή μέρα του Σεπτέμβρη, φτου ξελεφτερία! Διάβασε, έγραψε στις Πανελλαδικές, πέρασε στο Μαθηματικό του Αριστοτελείου, και με συνοπτικές διαδικασίες ο Χρυσοστομάκης ο ιερομόναχος εγκαταστάθηκε σε μια φοιτητική γκαρσονιέρα στην Άνω Τούμπα :  «Τούμπα» δε, όνομα και πράμα, γιατί τούμπα προς τα πάνω επήρε κι η τύχη του. Επιτέλους μόνος! Ώρα να ανδρωθεί επιτέλους, είπε στον εαυτό του, ν’ ανοίξει μάτια και πανιά, να γίνει αυτεξούσιος. Μα πρώτα-πρώτα, ο γιός της Ρένας ήθελε ν’ αλλάξει τ’ όνομά του: Εκείνη – μήπως τον ρώταγε και ποτέ τι θα ‘θελε ο ίδιος ; -- «Χρυσοστομάκη» τον ανεβοκατέβαζε, ακόμα και μπροστά σε κόσμο. Ρόμπα τον έκανε κάθε φορά, κοτζάμ μαντράχαλο δυό μέτρα μπόι. Οι λιγοστοί του φίλοι στη Δράμα, συμμαθητές απ’ το Λύκειο επί το πλείστον, του είχαν κόψει «το χρυσό του στόμα» και τον εφώναζαν «Μάκη». Όμως αυτός ούτε το «Μάκη» το ‘θελε. Ήταν πολύ …  λαϊκό. Εδώ στη «Θεσσαλών-νίκη» λοιπόν, θα προβιβαζόταν.

«Χρυσόστομος!» Συστηνότανε παντού, και γέμιζε επιτέλους με χρυσάφι το  στόμα του.
 
Εκεί, στα μέσα του πρώτου εξαμήνου της σχολής, ήρθε και τον βρήκε κι ο Έρωτας: Προσωποποιημένος στο κορμί της Κατερίνας, γέννημα-θρέμμα Σαλονικιάς απ’ το Βαρδάρη, και συμφοιτήτριας. Μακριά μαύρα μαλλιά, φρύδια τοξωτά κι από κάτω, ένα σεξ-απήλ χαμόγελο.  Χυμώδες, στήθος «μητρικό»,  και κάτι γάμπες, … ατελείωτες. Για μέρες τον πρώτο καιρό δεν μπορούσες να τον βγάλεις απ’ το βάθος του μπούστου της. Δεν το πίστευε τι είχε χάσει απ’ τη ζωή μέχρι τότε, τι γεύση υπέροχη είχε η πρώτη του ερωτική ελευθερία! 

Ερωτική ελευθερία μαθές, αλλά  - βεβαίως, βεβαίως!-- με το σταγονόμετρο. Η Ρένα το λαγωνικό, όλο και κάποια μυρωδιά γυναίκας οσμίστηκε στην αύρα του γιόκα της. Κι από κει που μέχρι τότε τον έπαιρνε στο κινητό δις της ημέρας ανελειπώς, τώρα τον βομβάρδιζε με κλήσεις κάθε δίωρο, τάχαμου να σιγουρευτεί πως ο Χρυσοστομάκης της δεν πήρε γλίστρα πάνω σε καμιά μπανανόφλουδα. 

Πού είσαι γιαβρί μου; 

Ποια είναι τούτη που μιλάει δίπλα σου πουλάκι μου;

Το νου σου, να μην παίξεις καμιά μέρα με τα νεύρα μου Χρυσοστομάκη, γιατί με το που δεν θα σ’ εύρω, σε το λέω πως θα πάρω το αυτοκίνητο και θα σου ‘ρθω εκεί,  τ’ ακούς για;

Κι είχε κλειδιά της γκαρσονιέρας – φυσικά! -- η Ρένα, και είχε πολλά κυβικά εκτόπισμα η Ρένα, και πού να της ξεφύγεις της Ρένας … 

Για το σπίτι της Κατερίνας ούτε λόγος να γινότανε, δεν μπορούσαν να στεγάσουνε τον έρωτά τους. Έμεναν κάτω οι γονείς, από πάνω οι θειοί και τριγύρω όλο λαδικά που ξερογλείφονταν για φρέσκο, ζουμερό κουτσομπολιό. Αλλά και στη γκαρσονιέρα της Άνω Τούμπας, έρωτα κάνανε μόνο με το ένα αυτί και με το ένα μάτι  καθένας τους, επάνω στο κρεβάτι. Το άλλο μάτι κι αυτί τα είχανε στημένα, σα ραντάρ, μην τυχόν και δεχτούν αιφνιδιασμό απ’ τη «Βέρμαχτ». Κάθε φορά που ακούγανε την πόρτα του ασανσέρ ν’ ανοίγει στο δικό τους όροφο, πεταγόντουσαν πάνω σαν τους ζεματισμένους. Η Κατερίνα κάθιδρη, έτοιμη να χωθεί στη ντουλάπα όπως τη γέννησε η μάνα της, κι ο Χρυσοστομάκης τσίτσιδος, με το ένα πόδι ήδη μες στο μπάνιο, ν’ ανοίγει φουλ το ντους για να κάνει πως γαργαρίζεται. 

Χαντούμης θα μείνω αν τη δω καμμιά τέτοιαν ώρα πάνω απ’ το κεφάλι μου τη μαλακισμένη τη μάνα μου, να μου το θυμηθείς ρε Κατερίνα…



Μέχρι που ήρθε και το τριήμερο της Καθαροδευτέρας. Η Δράμα, γενέτειρά του και λίκνο του,  θα τον περίμενε με ανοιχτές τις δροσερές της αγκάλες.

Μα δεν θα ‘ρθεις καθόλου μπρε πουλάκι μου, που σ’ έχω πιθυμήσει; Έλα, και  θα πάμε βόλτα και στον Κορύλοβο! Θυμάσαι γιαβρί μου που σε πήγαινα εκεί όταν ήσουνα μικρός;

Εκείνος ξεγλιστρούσε απ’ τη δέσμευση, καταφεύγοντας κάθε φορά στην παλιά παραδοσιακή συνταγή :  

«Θα δούμε μάνα», όλο έλεγε, «πώς θα παν τα πράγματα μέχρι τότε….»

Τι πώς θα παν τα πράγματα, και πώς θα παν τα πράγματα; Ποια πράγματα εννοείς, δεν με λες κι εμέναν επιτέλους να καταλάβω, για;

Άφριζε  η Ρένα κάθε φορά που έπαιρνε την ίδια απάντηση. Απ’ την άλλη μεριά της γραμμής ακούστηκε μοναχά ένα δυσκοίλιο « Εεεεε» με πολλά αποσιωπητικά. Ο πάλαι ποτέ Χρυσοστομάκης της Ρένας δεν είχε τρελαθεί ακόμα. Να πάει να κλειστεί στη Δράμα μαζί με τη μάνα του μέσα στο σαλονάκι το Λουί – Κενζ να βλέπουν τα τούρκικα; Ή να πάει στον Κορύλοβο…. Πάει, τέλειωσαν αυτά! Τώρα υπήρχε το μπούστο της Κατερίνας, το θερμότερο μπούστο του Θερμαϊκού. Κι εξάλλου, οι δυό τους είχανε κανονίσει να δραπετεύσουν για τον Άγιο Νικόλαο στη Βουρβουρού, που μοιραζόντουσαν το παραθεριστικό οι θειοί κι οι γονείς της. 

Θα «το δαγκώσουμε» λιγάκι μες στην υγρασία χειμώνα καιρό, αλλά αξίζει τον κόπο! Θα φχαριστηθούμε επιτέλους κρεβάτι, χωρίς να παραφυλάμε μήπως κανείς απ’ το «χωριό» σου μας μπει απ’ το παράθυρο …Απ’ έξω- απ’ έξω το πέταξε η Κατερίνα, χωρίς βέβαια να θίξει ονόματα κι οικογένειες. Ήταν όμως, σαφέστατη. 


Αποβραδίς της Πέμπτης λοιπόν φορτώσαν τα σακίδιά τους με τα απολύτως απαραίτητα, και αξημέρωτα της Παρασκευής πήραν την αστική συγκοινωνία για το σταθμό των ΚΤΕΛ Χαλκιδικής. Σαν τους κυνηγημένους είχαν εγκαταλείψει το σπίτι της Τούμπας. Ένιωθαν σαν ένα αόρατο μάτι να τους παρακολουθούσε σ’ όλη τη διαδρομή και κατέγραφε την κάθε τους κίνηση : Το πανταχού παρόν και τα πάντα πληρόν μάτι της οδού Δημητρίου Γούναρη, απ’ το νεόδμητο πρωτοκλασάτο «αρχηγείο του».

Πώς και δεν το κατάλαβαν ότι έφτασαν μπρος στη μανταλωμένη πόρτα του παραθεριστικού της Βουρβουρούς; Είχανε κοιμηθεί σαν τούβλα στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής, ροκανισμένοι απ’ την αγωνία τους να δραπετεύσουν απ’ τον ασφυχτικό κλοιό της «Βέρμαχτ». Κι εκεί στο κατώφλι του παραθεριστικού, πάνω που η Κατερίνα ζόριζε το κλειδί μέσα στο σκουριασμένο αφαλό της κλειδαριάς, τον Χρυσοστομάκη τον  χτύπησε ηλεκτροσόκ απείρων βολτ.

Τη μάνα μου! Δεν πήρα τηλέφωνο τη μάνα μου!

Ακούμπησε βιαστικά κάτω το σακίδιο, και με την ανάστροφη της παλάμης του φτυάρισε τον ιδρώτα που κύλαγε απ’ το μέτωπό του κι η αλμύρα τον έτσουζε στα μάτια.

Μα, δεν υποτίθεται ότι η μάνα σου σε παίρνει στο κινητό όποτε θέλει αυτή;

Η έκφραση στα μάτια της Κατερίνας έδειχνε περισσότερο τρόμο κι υποψία, παρά αυθεντική απορία.

Ναι, έτσι γίνεται συνήθως

Ψέλλισε αυτός, που την ώρα εκείνη είχε αρχίσει να νιώθει πια σαν το καράβι του Οδυσσέα που το ‘χαν βάλει στη μέση οι δυό Συμπληγάδες κι απειλούσαν να το συνθλίψουν.

Όμως εχτές το βράδυ της πούλησα παραμύθι, συνέχισε. Τάχαμου το κινητό  έπεσε  μες στον κουβά με τη χλωρίνη και τα ‘φτυσε. Ε, και μέχρι ν’ αγοράσω υποτίθεται άλλο, θα την παίρνω εγώ από θάλαμο. Να μη μας παίρνει συνεχώς…

Προς στιγμήν οι βολβοί των ματιών της Κατερίνας πεταχτήκανε έξω απ’ τις κόχες τους. Ένας απλός υπολογισμός αρκούσε για να της φέρει άφατο τρόμο: Τέσσερεις φορές την ημέρα επί τρεις ημέρες, μας κάνει ….δώδεκα συνομιλίες. Και το άγχος «να ρίχνουνε στάχτη στα μάτια της Ρένας», όλο δικό τους! Έλεος δηλαδή, ούτε εδώ δε θα βρούνε ηρεμία; 

Κρύος ιδρώτας την περιέλουσε. Παρόλα αυτά, «ο αδιάβροχος» Χρυσόστομος  -που δεν πήρε χαμπάρι την ταραχή της -- επεξεργαζόταν ήδη με το μυαλό του διάφορα σενάρια δικαιολογιών: «Χάλασε η συγκοινωνία καθώς γύριζα απ’ τη Σχολή κι εγκλωβίστηκα μέσα», θα της πω. Ή καλύτερα θα της πω, «Γύρισα τρεις θαλάμους να σε πάρω κι ήταν όλες οι συσκευές χαλασμένες». Ή όχι, θα της πω το άλλο:  «Μ’ έπιασε διάρροια και δεν μπορούσα να βγω απ’ το σπίτι!» Δεν κατέληγε όμως ποιά απ’ όλες ήταν λιγότερο ανόητη. Κοίταξε πάλι νευρικός το ρολόι του.

Τρεις και μισή, γαμώ την ατυχία μου!

Στα μάτια της φαντασίας του ήδη πραγματοποιούνταν αυτό που φοβόταν περισσότερο : Η μάνα του νευρική, περιμένει από νωρίς το πρωί δίπλα στο τηλέφωνο. Αυτό δεν χτυπάει. Κι από πίκα - που ο γιόκας της, ο μόνος άντρας της ζωής της, την έβαλε σε δεύτερη μοίρα -- παρά από πραγματική ανησυχία, φοράει το μαύρο της παλτό, παίρνει μαζί τα κλειδιά της γκαρσονιέρας, και ροβολάει για Άνω Τούμπα. 

Την βλέπει ολοζώντανα, να φτάνει εκεί στις δώδεκα το μεσημέρι αφρίζοντας. Ν’ ανοίγει, να τα βλέπει όλα τακτοποιημένα και σε πλήρη έλεγχο, μόνο εκείνον να μην καταφέρνει να ξετρυπώσει από πουθενά για να τον ξεχέσει. Στο τέλος, τη βλέπει να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού και να περιμένει χτυπώντας την εξάποντη γοβίτσα της πάνω στο μαρμάρινο δάπεδο, «Τίκι –τακ, τίκι – τακ», σαν μετρονόμος.  Ή μάλλον, Βλέπει τη Ρένα να κάνει το ακόμα χειρότερο:  Ν’ ανοίγει το συρτάρι με τα εσώρουχα και να πέφτει πάνω στο κουτί με τα  Durex. Γυναίκα στο προσκήνιο ε; Ω της προδοσίας το ανάγνωσμα, τώρα πια δεν θα τον ξεπλένει ούτε ο Ιορδάνης ποταμός! 

Ή τώρα την παίρνω τηλέφωνο, ή ποτέ !

Αδήριτος η ανάγκη, τον έκανε ν’ αφήσει τα σενάρια για να δράσει άμεσα. Τρεμάμενο το χέρι του Χρυσοστομάκη αναζητεί στον πάτο του σακιδίου τη συσκευή του κινητού, που μέχρι εκείνη τη στιγμή το ‘χε επίτηδες απενεργοποιημένο. Μπλιπ, φωτισμός οθόνης, βάλε το Pin, τώρα περίμενε να φορτώσει τις ρυθμίσεις. Μα, γιατί αργεί τόσο Θεέ μου; Με δάχτυλα νευρικά πατάει πλήκτρα, το ρυθμίζει έτσι ώστε να φαίνεται ότι καλεί από απόρρητο νούμερο, όπως όταν σε καλούν από θάλαμο.  Πατάει τον αριθμό της Γούναρη μέσα απ’ τις αποθηκευμένες κλήσεις. Το τηλέφωνο καλεί μία, δύο, τρεις φορές. Με τα μάτια της φαντασίας του βλέπει τη συσκευή στο χολ του πατρικού του να χτυπάει. Σα ν’ ακούει το θυμωμένο βήμα της μάνας του, να πλησιάζει νευρικά το τραπεζάκι. Ο χρόνος μοιάζει να σταματάει. Κάποιος σηκώνει τ’ ακουστικό κι εκείνος, πριν προλάβει ν’ ακούσει το « Εμπρός;»,  βάζει μπροστά την κασέτα.

Έλα μητέρα, καλησπέρα….

Καλώς  τ’ αγόρι μου! Πώς και με παίρνεις τέτοια ώρα, για;

Η φωνή που ερχόταν απ’ την άλλη μεριά της γραμμής ήταν κομμάτι βραχνή κι ακουγόταν κουρασμένη. Η «Ρενάρα» ήταν αυτή; Σταυροκοπήθηκε ο Χρυσόστομος, αλλά μιας και δεν είδε κεραυνούς κι αστραπές, αποφάσισε να κάνει γαργάρα στο στόμα του με καθαρό χρυσάφι …

Ε, σε παίρνω να σου πω ότι είμαι καλά και να μην ανησυχείς. Ξεχάστηκα, και δεν σε πήρα νωρίτερα…

Καλοσύνη σου παιδί μου που με σκέφτηκες αλλά δεν θ’ ανησυχούσα, καλέ, για όνομα του Θεού…!

Α, εδώ κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά! Η μάνα του ήταν αυτή; Κι αν ναι, τι καινούργιο παιχνίδι ήταν αυτό που του ‘παιζε τώρα ξαφνικά; Αποφάσισε να διαλευκάνει το μυστήριο εδώ και τώρα.

Μάνα, τι έχεις; Ακούγεσαι λιγάκι βραχνιασμένη - τι λέω;-- λιγάκι μόνο; Δεν γνωρίζεσαι δηλαδή…

Κι εσύ, γιαβρί μου, δεν καλο-ακούγεσαι, κάνει συνέχεια διακοπές…  Μόλις πριν  λίγο γύρισα γιαβρί μου, ήμουνα απ’ το πρωί  στην Αγιά Βαρβάρα, και τώρα ξάπλωσα να ισιώσω κομμάτι τα κόκαλά μου. Με κάνει εντύπωση όμως που με κατάλαβες αμέσως. Είσαι ένας τζαναμπέτης εσύ…!

Η Ρένα, κουρασμένη; Από τι; Σάμπως έκανε και τίποτα ποτέ η μάνα του όλη μέρα; Αυτός « τζαναμπέτης» κι εκείνη «ξαπλωμένη» τέτοιαν ώρα ….; Εδώ κάτι δεν πήγαινε καθόλου, μα καθόλου καλά! Κράτησε την ανάσα του ο Χρυσοστομάκης, μέχρι ν’ ανασυγκροτήσει τις σκέψεις του. Τον πρόλαβε εκείνη.

Μα, από πού είσαι και με παίρνεις, καλέ;
Ε, αυτό παραπήγαινε. Σαστισμένος στο εδώ και μη παρέκει, προτίμησε να καμωθεί τον αγανακτισμένο.

Πού είμαι ρε μάνα; Στην Τούμπα φυσικά! Πού αλλού θες να ‘μαι δηλαδή;
Η φωνή της μάνας απ’ την άλλη μεριά της γραμμής ανέβασε τόνους.

Στην Τούμπαααααα; Ποια Τούμπα καλέ, πλάκα με κάνεις τώρα, στην Τούμπα στη Θεσσαλονίκη;

Φαίνεται ότι σ’ αυτό το σημείο το ακουστικό απομακρύνθηκε απ’ το στόμα της κλινήρους μητέρας, γιατί η φωνή της ακούστηκε κάπως πιο απόμακρη. Φώναζε για να την ακούσουν κάποιοι άλλοι που ήταν όπως φαίνεται μέσα στο δωμάτιο, και τους ανακοίνωσε έντρομη, Είναι λέει στην Τούμπα, στη Θεσσαλονίκη!!!!!

« Στην Τούμπα;;;;; Και τι κάνει στην Τούμπα;»
Μια παράφωνη χορωδία ανδρικών και γυναικείων φωνών έφτασε ως τ’ αυτιά του Χρυσόστομου απ’ το βάθος της σύνδεσης. Τη χασμωδία σιγοντάρισε αμέσως κι η βαθιά κρεβατωμένη του μάνα.

Και τί κάνεις γιαβρί μου εκεί στη Θεσσαλονίκη;
Στο ακριβές αυτό σημείο, ο Ρενόπληκτος γιός παραλίγο ν’ αφήσει το τηλέφωνο να του πέσει απ’ τα χέρια.

Καλά ρε μάνα, τι έχεις πιεί και δεν με το λες; Με ρωτάς Εσύ, τι κάνω εγώ στη Θεσσαλονίκη; Σπουδάζω βρε μάνα στη Θεσσαλονίκη, άκου τι κάνω λέει!

Η τελευταία αυτή ατάκα μεταφέρθηκε πάραυτα και στην «ορχήστρα δωματίου» των μυρίων, που εξακολουθούσε να κοσμεί το φόντο της τηλεφωνικής συνδιάλεξης.

Σπουδάζει, λέει, στη Θεσσαλονίκη!!!!!

Ο Χρυσοστομάκης δεν διέθετε πια άλλα αποθέματα αντοχών. Το μυαλό του είχε μπλοκάρει απόλυτα και δεν τον βοηθούσε να μαντέψει σωστά τι έτρεχε πίσω απ’ την πλάτη του. Να ‘χε πάθει κανένα εγκεφαλικό, καμιά αμνησία η κακόμοιρη η μανούλα του; Να ήταν άρρωστη βαριά και να του το ‘κρυβε για να μην τον στεναχωρήσει; Η έγνοια πως είχαν έρθει γείτονες για να τη φροντίσουν, μαζί κι οι τύψεις που δεν ήταν αυτός εκεί – ο μονάκριβος ( και άκαρδος ) γιός της!!!-- για να της παρασταθεί, κονταροχτυπιούνταν με την υποψία πως η φωνή απ’ την άλλη μεριά του ακουστικού δεν ήταν τελικά της «δικής του» Ρένας. Και καθώς ξαναδούλευε  τη  συνομιλία μες στο μυαλό του, αυτή η υποψία γινόταν όλο και πιο ηχηρή. Μήπως μέσα απ’ τις αποθηκευμένες κλήσεις είχε πατήσει τελικά το λάθος νούμερο;
Είπε λοιπόν να κάνει εξακρίβωση στοιχείων.

Μάνα, …. εσύ;
Ωστόσο, αυτή ήταν μια ερώτηση καταδικασμένη να μην τον βγάλει πουθενά. Στο άκουσμα του συνθήματος «μάνα», κάθε αξιοπρεπής μητέρα  παρουσιάζει όπλα.  

Ναι, για! Γιέ μου εσύ…;

Ναι ρε μάνα, ποιος άλλος θες να’ ναι δηλαδή;

Α, τι ωραία τώρα που οι ρόλοι αναγνωρίστηκαν! Ή, όχι; Σύνθημα-παρασύνθημα μπορεί και να δόθηκαν, αλλά κάτι πάει στραβά ακόμα. Μπλοκαρισμένο το μυαλό του Χρυσοστομάκη, επαναλαμβάνει την άκαρπη ερώτηση.

Μάνα; Εσύ;
Ευτυχώς, για καλή ή για κακή του τύχη οι αμφιβολίες της «μάνας» απ’ την άλλη άκρη της γραμμής, μιλήσαν πιο ξεκάθαρα.

Παύλο; Ο Παύλος του Σουμελίδη του Αναστάση, του λαχειοπώλη δεν είσαι για;

Επιτέλους! Ήρθε η ώρα των αποκαλύψεων.

Όχι κυρία μου, εγώ Χρυσόστομος λέγομαι, Χρυσόστομος Ιγνατιάδης! Σας ζητώ ειλικρινά συγνώμη για την αναστάτωση που σας προκάλεσα, θα πρέπει να πήρα λάθος αριθμό….

 Η φωνή που ήρθε απ’ τα βάθη του κινητού, ακούστηκε εμφανώς ξαλάφρωτη.  

Καλέ τώρα κατάλαβα ποιος είσαι, για! Ο Χρυσοστομάκης, ο γιός της κυρα- Ρένας, είσαι που κάθεται στη Γούναρη. Εγώ είμαι η Ανατολή η Σουμελίδου, η ράφτρα της, με θυμάσαι παλληκάρι μου; Τι λαχτάρα μεγάλη μ’ έδωσες πριν γιαβρί μου, δεν το ξέρεις μήτε μπορείς να το φανταστείς!  Ο δικός μου, ο Παύλος, είχε πεταχτεί από ενωρίς - δέκα λεπτά δρόμο απ’ εδώ - « Πάω» με λέει, « μάνα, στα μπιλιάρδα του Κουγιουμτζίδη». Ε, κι ύστερα να με παίρνει τηλέφωνο για να με πει πως είναι στη Θεσσαλονίκη; Πήγα να χαλαστώ, γιαβρί μου, μα την Παναγιά τη Σουμελά!

Τη θυμόταν την κυρά- Ανατολή, πώς όχι, για; Αρχές του περασμένου καλοκαιριού ήταν που τον έχει στείλει η Ρένα στη γειτονιά της στο Σταθμό, για να της πάει ένα ρετάλι μεταξωτό που ήθελε επειγόντως να της το κόψει πάνω στο πατρόν. Το τηλέφωνό της δίχως άλλο θα το είχε μες στο κινητό του, μην τυχόν μπερδευτεί και χάσει το σπίτι.

Προς στιγμήν η καρδιά του Χρυσοστόμου  του οσιομάρτυρος επήγε πάλι στη θέση της, αλλά αμέσως ματακύλησε στην Κούλουρη: Η αληθινή μάνα του έχαιρε άκρας υγείας. Και δεν τους γλίτωνε τελικά τους κεραυνούς, ούτε τις αστραπές και τους μύδρους. ….

Πήρε ανάσα βαθιά, και με καρδιά - μολύβι κάλεσε στο καπάκι «το αρχηγείο» της οδού Γούναρη. Απολογία νούμερο δύο, η καθοριστική. Πάνω στη φούρια του τη μεγάλη, δεν πρόσεξε τα μάτια της Κατερίνας απέναντί του που ‘χαν αρχίσει και τον παρατηρούσαν αλλιώτικα. Μέσα στα καστανά τους βάθη ερχόταν πότε η περιφρόνηση και πότε ο αποτροπιασμός.  



Εκείνος ο Φλεβάρης του 2010 στον Άγιο Νικόλαο, ήταν ιδιαίτερα παγερός και σκοτεινός. Από τα μαγαζιά της παραλίας που κάθε καλοκαίρι έσφυζαν από ζωή, τώρα μοναχά ένα μαγέρικο ήταν ανοιχτό, που μάζευε τους ντόπιους. 

Κάθισαν αντικριστά, σ’ ένα τραπέζι στη γωνιά δίπλα στη σόμπα πετρελαίου, παράγγειλαν κι ένα καραφάκι κόκκινο κρασί. Σκυφτά κεφάλια και βυθισμένοι ο καθένας στη δικιά του σιωπή. Από ένα παλιακό ραδιοφωνάκι πίσω απ’ τον πάγκο του μαγεριού, ερχόταν ως τ’ αυτιά τους μια μουσική ατάκα πού ‘γινε διάσημη:  Γιάννης Πάριος και Λίτσα Διαμάντη επικό ντουέτο, προφητικό και το ρεφρέν  

Δεν υπάρχει Ευτυχία
που  να  κόβεται  στα  τρία,
στην περίπτωσή μας όμως,
δεν υπάρχει άλλος δρόμος…

Τα μάτια της Κατερίνας πέταξαν πέρα μακριά στη γκρίζα φουρτουνιασμένη θάλασσα, χωρίς να σκαλώσουνε πια ούτε μια φορά επάνω στα μάτια του Χρυσόστομου.

«Άλλος» δρόμος υπάρχει, πώς δεν υπάρχει! Προτού ο πετεινός λαλήσει τρεις φορές, εκείνη θα τον έχει εγκαταλείψει… Τα “E” της Ευτυχίας τριών ανθρώπων μέσα σε στην ίδια σχέση, είχαν μόλις μείνει μόνο ένα. Στο τέλος, δεν θα έμενε κανένα.

Πάνω σ’ αυτό ακριβώς το ρεφρέν ήταν που βγήκε ξαφνικά ο Χρυσοστομάκης απ’ το λήθαργο. Είδε τα δάχτυλα της Κατερίνας κόκκινα κι ερεθισμένα απ’ το κρύο, πλεγμένα μεταξύ τους σφιχτά επάνω στο καρό πλαστικό τραπεζομάντηλο. Με μια αυθόρμητη τρυφερότητα, έκανε να τα κλείσει μέσα στις δυό του χούφτες για να τα ζεστάνει.

Όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει από τότε,  δεν κατάλαβε ποτέ το γιατί η Κατερίνα εκείνη τη στιγμή του τα είχε τραβήξει απότομα μακριά   

©  Δώρα Νικολαΐδου, Φεβρουάριος 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου