Παρασκευή 18 Απριλίου 2014

Mένεις ακόμα σε μια σχέση τοξική, γιατί …. Μέρος 2ο





Έχεις μάθει να σε πονούν και να σιωπάς

Καταπίνεις. Από μικρό παιδί καταπίνεις.

Έτσι σε ήθελαν «οι πρώτοι διδάξαντες», σκυφτή κι ανεκτική. Να σε χτυπούν στην καρδιά, στη σκέψη, στο σώμα,  κι εσύ να σιωπάς. Να σιωπάς όταν άκουγες πως ποτέ δεν ήσουν τάχα αρκετά καλή,  όταν σου λέγαν πως δεν ήσουν έξυπνη, δεν ήσουν ικανή, κι ούτε ωραία αρκετά για ν’ αξίζεις τα χάδια, τους επαίνους, κι ούτε καν την ανοχή τους. Ήσουνα πάντα η Σταχτοπούτα του σπιτιού. Εκείνοι αιώνια θα ερχόντουσαν πρώτοι, τελευταία εσύ.

Φωνή δεν έπρεπε να έχεις για να υψώσεις ανάστημα, δάκρυ δεν έπρεπε να χύσεις γιατί θα ‘τανε τάχα δειλία να μην το δέχεσαι το πόσο λίγη φαίνεσαι μπροστά τους. Μόνο με μάτια ανέκφραστα έπρεπε να τους κοιτάς, να καταπίνεις κάθε πίκρα μονοκοπανιά και μετά να κατεβάζεις με ντροπή το κεφάλι : Ντροπή που γεννήθηκες λειψή, ντροπή επειδή σου αξίζει μια τέτοια τύχη. Οι πρώτοι διδάξαντες -γονείς, αδέλφια, μητριές και πατριοί -- τέτοιες εικόνες μισερές χαράξανε στο δέρμα της καρδιάς σου.

Να ρίξεις μαύρη πέτρα πίσω σου ονειρευόσουν από μικρή, ν’ ανοίξεις μια σελίδα λευκή, χωρίς μουτζούρες και χωρίς άλλες διαγραφές, κι εκεί να γράψεις πράγματα ωραία. Κι έφυγες από τη στέγη του πατέρα ενωρίς, με την ελπίδα ακόμα ζωντανή πως μ’ έναν άντρα δυνατό τον πόνο σου θα γιάνεις. Κι ήρθε αυτός ο ποθητός, ο πρίγκιπας που θα σου έδινε την ευκαιρία που ζητούσες. Πασχίζεις όλη μέρα να του αποδείχνεις πως γι’ αυτόν μπορείς να κάνεις πολλά, για κείνον είσαι σημαντική και άξια. Ν’ ακούσεις μια κουβέντα καλή τουλάχιστον απ’ το δικό του στόμα.  Κι όμως, αυτός μόνο χολή βγάζει απ’ τα χείλη του για σένα. Ό,τι κι αν κάνεις, επειδή και μόνο το ‘κανες εσύ, ποτέ δεν του είναι αρκετό. Ποτέ δεν θα’ σαι όμορφη αρκετά, ποτέ αρκετά γυναίκα σ' εκείνον να αξίζεις.

Ήρθαν γοργά και τα παιδιά. Μωρά, σαν τα κρατούσες αγκαλιά έκανες προσευχές κρυφές να μην πονέσουν, να μην αδικηθούν. Κι έδινες όρκους πως θα γίνεις τείχος απόρθητο, θυσία να τα προστατέψεις, ξεχνώντας πόσο αδύναμη ήσουν και είσαι ακόμα, αληθινά. Μόνο τις ώρες τις κρυφές, που πνίγεις το μαξιλάρι σου σε δάκρυα-θάλασσες, θυμάσαι πάλι πως δεν έχεις πάψει να αισθάνεσαι κι εσύ παιδί. Ληστεμένο, ορφανεμένο από αγάπη, μαραγκιασμένο απ’ τον πόνο. Και μες στο κλάμα, απ’ άκρη σ’ άκρη σε τρυπούνε όλα τα παλιά ερωτηματικά  :

Τι αμαρτίες έκανες για να σε τιμωρούν οι άλλοι μια ζωή;

Γιατί κι Εκείνος, σε σημαδεύει στην καρδιά, πάνω ακριβώς στα χνάρια των γονιών σου;

Μήπως αληθινά γεννήθηκες καταραμένη, κι ετούτο πρέπει μια για πάντα να τ’ αποδεχτείς, να σκύψεις το κεφάλι;

Και γι’ άλλη μια φορά βρίσκεσαι μόνη σου, καταμεσίς στη χώρα της ντροπής. Βλέπεις αυτόν να λέει πως ντρέπεται που δίπλα του στέκεις εσύ, βλέπεις κι εσένα να μισείς τον λειψό εαυτό σου. Τα παιδιά σας,  θεατές και των δυό,  να πονούν, να θυμώνουν και ν' ασφυκτιούν.  

Μα η μεγάλη ετούτη ντροπή σε τυλίγει χειροπόδαρα μ’ αλυσίδες βαριές, και σε χώνει πιο βαθιά στο πηγάδι της θλίψης. 
« Κι αν τις σπάσεις », σου λέει ανοιχτά, « αλλού δεν θα έχεις πια να πας, αλλά και πίσω πάλι δεν θα σ’ αφήσω να γυρίσεις»..... 



© Δώρα Νικολαΐδου, Απρίλιος 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου