Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Adolf Hitler : Τα Μυστικά ενός Μαζικού Δολοφόνου, Μέρος 6ο





Τα Δύσκολα Χρόνια...

Ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα Alois, στις 3 Ιανουαρίου του 1903, βρήκε το νεαρό Hitler στη μέση του γυμνασίου, στην κρίσιμη ηλικία των δεκατεσσάρων ετών. Στην αρχή, το γεγονός φάνηκε πως θα έφερνε γι’ αυτόν την πολυπόθητη απελευθέρωση: Από την επόμενη κιόλας σχολική χρονιά η μητέρα του - που δεν του χαλούσε χατήρι -- του επέτρεψε επιτέλους να γραφτεί στο Κλασικό Γυμνάσιο. Παρόλο όμως που αρχικά ως μαθητής έδειξε κάποια βελτίωση, οι βαθμοί του παρέμειναν τόσο χαμηλοί που εγκατέλειψε το σχολείο στα δεκαέξι του, χωρίς καν ν’ αποφοιτήσει. Την τελευταία ημέρα του σχολικού έτους, αισθάνθηκε τόσο ευτυχισμένος για το ότι δεν θα χρειαζόταν ποτέ πια να ξαναπάει στο σχολείο, που μέθυσε μέχρι αναισθησίας. Από τότε και μετά, σε όλη του τη ζωή δεν ξανάγγιξε αλκοόλ. 


Για ένα διάστημα δύο χρόνων, ο Adolf δεν έκανε απολύτως τίποτα. Απέφευγε και φθονούσε όσους απ’ τους συνομιλήκους του ήταν μορφωμένοι, γιατί του θύμιζαν τα μισητά χρόνια της σχολικής του ζωής και τη δική του ανικανότητα. Τριγύριζε άσκοπα στους δρόμους, ή πήγαινε και καθόταν με τις ώρες στη δημοτική βιβλιοθήκη διαβάζοντας Γερμανική ιστορία και μυθολογία, που ήταν τα μοναδικά γνωστικά αντικείμενα για τα οποία είχε ένα – διακαές, όντως-- ενδιαφέρον. Αυτό το χρωστούσε στην επιρροή που είχε δεχτεί απ’ το μοναδικό  άνθρωπο που είχε ξεχωρίσει ανάμεσα στους δασκάλους του, τον Δόκτωρα Λέοπολντ Πετς. Ο Πετς ήταν Πανγερμανιστής και πίστευε ότι όλοι οι Γερμανοί, ανεξάρτητα απ’ τον τόπο όπου ζούσαν ( Γερμανία, Αυστρία κλπ), έπρεπε να ενωθούν σε ένα έθνος, μια σημαία, έναν εθνικισμό. Από τότε και μετά, η εμμονή με την Γερμανία και με ο,τιδήποτε Γερμανικό έγινε η κινητήρια δύναμη στη ζωή του Adolf Hitler. Αυτό μας βοηθά να ρίξουμε φως -χωρίς φυσικά να του δίνουμε δίκιο —σε μερικές από τις πιο εξόφθαλμες ενέργειές του όταν πλέον έγινε δικτάτορας. 


Στα 1905  αποφάσισε τελικά να εγκαταλείψει το επαρχιακό του πατρικό για ν’ αναζητήσει την τύχη του στη Βιέννη. Εκεί γι’ άλλα δύο χρόνια έζησε μια ζωή μποέμ, τρώγοντας τις οικονομίες της μητέρας του. Το μόνο που έκανε στο διάστημα αυτό ήταν να καταβάλει επίμονες προσπάθειες για  να τον δεχτούν στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Όμως, όσες φορές κι αν υπέβαλε ντοσιέ εργασιών, η δουλειά του απορρίπτονταν, με την αιτιολογία ότι ήταν εντελώς ατάλαντη. Οι πόρτες της ζωής έκλεισαν βροντερά επάνω στο πρόσωπό του, γι’ ακόμα μια φορά : Τεράστιο το πλήγμα στη μεγαλειώδη εικόνα που ήθελε να έχει για τον εαυτό του, αλλά και που επιθυμούσε να δείχνει και στους άλλους. Αν και ποτέ δεν το ομολόγησε ευθέως, ο μετέπειτα « πλανητάρχης του τρόμου» δεν μπόρεσε να συνέλθει εντελώς ποτέ απ’ αυτό. Ωστόσο, προτιμούσε να πιστεύει πως για την απόρριψή του ευθυνόταν αποκλειστικά το γεγονός ότι κάποια απ’ τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής ήταν Εβραίοι. Αυτούς θεωρούσε ως βασικούς αιτίους  που αυτός δεν μπόρεσε ποτέ ν’ αποδείξει το πόσο ταλαντούχος ζωγράφος ήταν, και το πόσο διάσημος θα μπορούσε να είχε γίνει για τα έργα του. Αλήθεια, από ποιες ασήμαντες λεπτομέρειες μπορεί να κριθούν βαρυσήμαντα πράγματα… ! Ίσως, αν ο Adolf Hitler είχε πράγματι καταφέρει να καταξιωθεί τότε μέσω της ζωγραφικής, να μην είχε αφοσιωθεί αργότερα με το να επιβάλλει τόσο λυσσαλέα την αιματηρή εξουσία του σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, πατώντας κυριολεκτικά επί εκατομμυρίων πτωμάτων.





Τότε ακριβώς πεθαίνει και η μητέρα του, μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο του στήθους. Ο δεκαοχτάχρονος μόλις Adolf, μένει χωρίς τον μοναδικό ηθικό υποστηρικτή του, αλλά και  χωρίς καμία απολύτως οικονομική στήριξη. Για ένα χρονικό διάστημα μετά από την απώλεια αυτή, χάνει εντελώς τον προσανατολισμό του, και δεν μπορεί να λειτουργήσει σε κανέναν τομέα της καθημερινής ζωής. Βυθίζεται στο απόλυτο συναισθηματικό κενό. Αν και θεωρητικά αντιλαμβάνεται ότι είναι αδήριτος ανάγκη να βρει πλέον κάποιον τρόπο για να κερδίζει τη ζωή του, δεν θέλει να δει τον εαυτό του «να υποβιβάζεται» δουλεύοντας ως ταπεινός γραφιάς ή εργάτης, ούτε καν προσωρινά : Η μεγαλειώδης εικόνα που τρέφει για τον εαυτό του, τον κάνει να πιστεύει ότι  είναι γεννημένος για να γίνει διάσημος και ισχυρός, κι ότι αν καταδεχτεί τέτοιες «ταπεινές» δουλειές θα παγιδευτεί εκεί, και θα σταματήσει εν τέλει να ψάχνει για κάποια καλύτερη προοπτική. Ακολουθούν λοιπόν έξη χρόνια που ο ίδιος τα αποκάλεσε αργότερα ως «τα πιο δυστυχισμένα της ζωής του». Στο διάστημα αυτό εικονογραφεί μουντές καρτ-ποστάλ, φιλοτεχνεί άχαρες ακουαρέλες τοπίων και κάνει καθημερινά το γύρο των ζαχαροπλαστείων και των κορνιζοποιών της πρωτεύουσας, για να βγάλει έστω κι ένα υποτυπώδες χαρτζιλίκι. Η εικόνα που παρουσιάζει είναι άθλια. Αξύριστος, ρυπαρός και ρακένδυτος, δεν μοιάζει με τίποτα καλύτερο από έναν κουρελιάρη αλήτη. Στο τέλος σπρωγμένος απ’ την ανέχεια, αφήνει το δωμάτιο που νοίκιαζε και κοιμάται σε καφενεία,  παγκάκια και Στέγες Απόρων. Στέκεται επί ώρες στην ουρά των αστέγων για να φάει λίγη σούπα απ’ το συσσίτιο, μισώντας τον εαυτό του. Από τότε ο Χίτλερ μίσησε θανάσιμα και τη ίδια την κοιτίδα αυτών των αναμνήσεων, τη Βιέννη, και γράφει στο  Μeine Kampf

« Την περίοδο εκείνη σχηματίστηκε μέσα μου μια εικόνα του κόσμου και μια φιλοσοφία που έγιναν οι γρανιτένιες βάσεις όλων των πράξεών μου».

Με άλλα λόγια, τότε ήταν που συνέλαβε τη Φιλοσοφία του Μίσους. Ο Αδόλφος Χίτλερ μαζί με τον εαυτό του και τη Βιέννη, μίσησε τους πάντες :

Μίσησε τον  Carl Marx και τους Σοσιαλιστές, για τους οποίους πίστευε ότι ο μόνος τρόπος να τους διαχειριστεί κάποιος, ήταν να τους ανταποδίδει τα χτυπήματα με την ίδια και μεγαλύτερη δύναμη.

Μα ακόμα πιο πολύ μίσησε τους Εβραίους. Πίστευε ότι έπρεπε να εκριζωθούν απ’ ολόκληρο τον κόσμο, αρχής γενομένης απ’ τη Γερμανία, γιατί μόνο έτσι θα κατάφερνε να απελευθερωθεί η οικονομία, η ιατρική, η δικαιοσύνη και τα μαζικά μέσα ενημέρωσης από τον έλεγχο των υπόγειων, αλλά παντοδύναμων λόμπυ τους, και « να μείνει η χώρα των πατέρων του ένας τόπος για “καθαρούς Γερμανούς” ». 

Μέσα μάλιστα από την μανία καταδίωξης που του δημιουργούσε η Παράνοιά του, πίστευε ότι οι δύο ορκισμένοι εχθροί του, Μαρξιστές και Εβραίοι, είχαν συνάψει «ιερή συμμαχία» για να καταστρέψουν τον κόσμο.  Σ’ αυτό όμως το σημείο, το Σύμπλεγμα της Εχθρικής Απειλής [1]ερχόταν να συμπληρώσει ο Ναρκισσισμός[2] του : Σιγά σιγά, ο Adolf Hitler άρχισε να πιστεύει ότι αυτός ήταν «o εκλεκτός» του Θεού, «το όργανο του πεπρωμένου», «ο ιερός καθοδηγητής» που χρειαζόταν η Γερμανία για να εξυγιανθεί και να λάβει τη θέση που της ταιριάζει στο παγκόσμιο στερέωμα εξουσίας και κύρους.




Άρχισε να προκαλεί πολιτικές συζητήσεις στα καφενεία όπου γύριζε, επιτιθέμενος πια ανοιχτά στους Εβραίους, και χαρακτηρίζοντάς τους «βρωμερούς αρουραίους», «μιαρά παράσιτα», «αιματο-ρουφήχτρες» και «μισητούς τυράννους». Κι αν κανείς του έφερνε αντιρρήσεις, εκείνος αντιδρούσε βίαια ουρλιάζοντας με όλη τη δύναμη της φωνής του.
 «Θα υπερασπίσω τον εαυτό μου από τους Εβραίους. Θα πολεμήσω για το έργο του Κυρίου!!!!»

Και μπορεί ο Adolf Hitler της εποχής εκείνης να μην ήταν, και να μην έμοιαζε σαν τίποτε άλλο από ένας απόκληρος, όμως γρήγορα ανακάλυψε ότι είχε γεννηθεί μ’ ένα πολύ χρήσιμο χάρισμα : Τα υπνωτικά του μάτια, οι υπερβολικές του κινήσεις και ο παλμός της φωνής του υπνώτιζαν τις συνειδήσεις κι αιχμαλώτιζαν τα βλέμματα. Ήταν δηλαδή προικισμένος μ’ αυτήν την απροσδιόριστη ικανότητα που πολλοί επαγγελματίες ηθοποιοί μάταια αγωνίζονται για ν’ αποκτήσουν : «Σκηνική παρουσία».



( Συνεχίζεται …. )

© Δώρα Νικολαΐδου, Μάρτιος 2014


[1] Βλ. ορισμός στις υποσημειώσεις του  3oυ Μέρους

[2] Βλ ορισμός στις υποσημειώσεις του 4ου  Μέρους….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου