Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Πρωτοχρονιά στη Χώρα του Ποτέ


 

 
Η φτώχεια φέρνει γκρίνια, λέει η λαϊκή παροιμία…. Πράγματι, κι ειδικά τώρα που  το πορτοφόλι μας δεν βγάνει πια σταγόνα ζουμί, όσο κι αν το στύβουμε σα λεμονόκουπα. Ε, και τι άλλο να κάνουμε απ’ το να βγάζουμε τα νεύρα μας ο ένας στον άλλον,  ή να μοιρολογάμε τις μικρές και τις μεγάλες ανέσεις που χάσαμε;

Κι όμως, κι όμως … Η γιαγιά μου, η μυθιστορηματική Αλεξάνδρα, θυμάμαι πως πάντα μου έλεγε :

Κι αν η μάνα Φτώχεια φέρνει γκρίνια,
ο  Πλούτος  είναι εκείνος ο θεός
που χωρίζει αδέλφια, γκρεμίζει κάστρα και φέρνει γκίνια.

Σκέψου το κι έτσι λοιπόν αναγνώστη αυτών των γραμμών…
Δεν έχεις καρδιά ν’ αποκοπείς,
δεν έχεις νύχια για να φαγωθείς
σαν δεν υπάρχουν από πίσω λεφτά και χωράφια να χωρίσεις
με τους ανθρώπους.

Πώς να κάνω όλους εμάς τους Έλληνες να θυμηθούμε από πού ξεκινήσαμε και το πώς πορευτήκαμε μέσα από πολέμους και γενοκτονίες, μέσα από φτώχεια πάνω σε άγονη γη; Πώς να μας κάνω όμως και να θυμηθούμε το πόσο όλα αυτά είχανε τότε ενώσει κάθε οικογένεια σε μια και μόνη γροθιά; Οι μεγάλοι δεν ήταν ποτέ μικροί γιατί έβρισκαν δύναμη για χάρη των μικρών, κι οι μικροί στεκόντουσαν δίπλα στους μεγάλους, με δύναμη, σαν μεγάλοι.  Αρνιόντουσαν ν’ αφήσουν την τελευταία τους πνοή μες στο κρύο, ήθελαν να προφτάσουν να ζήσουνε και το αύριο.

Θ’ αφεθείτε να σας πάρω για λίγο μαζί μου, σε πρωτοχρονιές άλλων εποχών; Νερό φέρνει η μικρή αδελφή με τον κουβά απ’ το πηγάδι της αυλής, γίδα βραστή κοχλάζει πάνω στη στόφα. Τα ρούχα ολονών επιμελώς διορθωμένα απ’ τη μάνα, να μη φαίνεται στα μάτια των γειτόνων το μπάλωμα όταν θα πάνε να λειτουργηθούν την Κυριακή. Η μεγάλη αδελφή δίνει χέρι βοήθειας στη μάνα, τα μικρότερα διαβάζουν για το σχολειό χωρίς τον ίσκιο κανενός γιατί οι πιο μεγάλοι είναι αγράμματοι. Τα μαγαζιά ανοιχτά ολημερίς παρά τις μέρες που είναι χρονιάρες. Μόνο η Κυριακή σχόλη, κι όποτε φεύγει κι ο τελευταίος πελάτης σχολνάει και τ’ αφεντικό…. Εικόνες που δεν είναι μόνο ελληνική ταινία του πενήντα. Έτσι τα προσφυγικά γίναν μονοκατοικίες μ’ αυλές, έτσι οι αυλές γίναν μπαλκόνια, κι έτσι το πιτσιρίκι τ’ ασπούδαχτο έκανε γιό γιατρό και κόρη δικηγόρο.

Μήπως όμως επάνω στην τυφλή λαχτάρα ν’ ανέβουμε στο ρετιρέ της ζωής, εκείνο το χέρι το αδελφικό ξάφνου μας φάνηκε «βάρος ασήκωτο »; Και μήπως άραγε ο αγώνας του υπαλληλάκου – θυμάστε; του ασήμαντου πατέρα μας -- γίνηκε «δεδομένος» και … βολικά «ξεχασμένος»; Τα σπρώξαμε όλα αυτά μακριά, να μη λεκιάζουν το λούστρο της βιτρίνας μας, μη γίνουν χαλινάρι στην επιτυχία μας που κάλπαζε.
-        
       " Τι τα θες τώρα και τα θυμάσαι αυτά τα δυσάρεστα; Τόσα καλά έχουμε!"

Φιλοσοφούσαμε χαμογελαστοί κι αυτάρεσκοι καθώς υποδεχόμασταν με πυροτεχνήματα το ‘70, το ‘80, το ‘90. Κι έτσι εμείς, όλες αυτές οι Γενιές της Λήθης που φτιάξαμε την Ελλάδα του σήμερα, είχαμε την αίσθηση πως έτσι ξαφνικά δίχως κόπους κι αγωνία, «προσγειωθήκαμε» σαν άλλοι Πήτερ Παν, αιώνια παιδιά, στη Χώρα του Ποτέ: Ποτέ πια μόχθος, ποτέ πια οικονομίες, ποτέ πια πειθαρχία και κουπί για να φτάσουμε στην Ιθάκη μας. Όλα χύμα, όλα αυτόματα. Δεν είχες παρά ν’ απλώσεις το χέρι και να κόψεις τους καρπούς απ’ τα δέντρα της Εδέμ.

Τι μαγεία! Σπουδάσαμε χαριστικά, εργαζόμασταν χομπίστικα, γίναμε « εισοδηματίες», απολαύσαμε κι εμείς τη χλιδή των πλουσίων με εύκολα δανεικά που θεωρούσαμε πως θα είναι κι αγύριστα. Στήσαμε οικογένεια, χωρίς καν να δώσουμε σημασία στα «ψιλά γράμματα» του συμβολαίου: Εκείνον τον όρκο - ξέρετε… --  που έλεγε « Ενωμένοι μαζί στο καλό και στο κακό».  Στα δύσκολα λακίσαμε και μπήκαμε πάλι κάτω απ τη φτερούγα του μπαμπά και της μαμάς. Είχαμε δικαίωμα « να κάνουμε  τη ζωή μας» πάνω απ’ όλους και όλα. Βάλαμε λοιπόν το μεγάλωμα των παιδιών μας στον αυτόματο πιλότο της τηλεόρασης, του DVD, του ΝΙΝΤΕΝDO, της αλλοδαπής οικιακής βοηθού, κι αποκοιμηθήκαμε με το μακάριο χαμόγελο ενός παιδιού που κρατάει αγκαλιά το καινούργιο του παιχνίδι μια Πρωτοχρονιάτικη νύχτα.

Κάποιοι καλοκάγαθοι Αγιο- Βασίληδες ( οι εγχώριοι πολιτικοί μας «πατερούληδες»  άραγε, ή οι ξένοι προτέκτορες ; ) με τρόπο ολότελα  μαγικό θα φρόντιζαν αιώνια για μας. Κάποιοι - το γιατί δεν χρειαζόταν να το ξέρουμε καν -- « μας χρωστούσαν» και θα μας έδιναν αιωνίως χωρίς να περιμένουν αντάλλαγμα, όπως ακριβώς έκαναν κι οι ασπούδαχτοι, πρόσφυγες γονείς μας για τους οποίους πλέον ντρεπόμασταν.

Η φετινή Πρωτοχρονιά όμως αγαπητέ μου αναγνώστη, ήρθε και πέρασε. Και μαζί της είναι ώρα να πάρει και την όψιμή μας παιδικότητα. Μεγαλώσαμε πια. Μας είπαν ότι είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτό που ήμασταν, ακόμα κι αν ήταν ένα λάθος. Ότι είμαστε υπεύθυνοι και γι’ αυτό που καταντήσαμε σήμερα, ακόμα κι αν έχουμε το ελαφρυντικό πως έτσι θελήσαμε να εξαργυρώσουμε τη δυστυχία των γέρων μας, μέσα στις οδύνες μιας κακοπαθημένης πατρίδας.  Όσα μας είπαν δεν μας άρεσαν, φαίνεται όμως πως δεν έχουμε κι άλλη επιλογή: Γιατί πάνω απ’ όλα είναι ανάγκη να γίνουμε υπεύθυνοι για το μέλλον μας το αυθεντικό, που δεν είναι άλλο απ’ τα παιδιά που σπείραμε στον κόσμο, χωρίς εμείς να έχουμε αρκετά « μεγαλώσει» πριν τα μεγαλώσουμε. Να γίνουμε γροθιά και να φτιάξουμε μαζί τους ένα δυνατότερο αύριο.

Με αρχή τη χρονιά που ξημερώνει πίσω απ’ τον ήλιο, ας γίνουμε λοιπόν υπεύθυνοι γονείς,  γιοί και κόρες, υπεύθυνοι πολίτες μιας χώρας που ψυχορραγεί. Γιατί ήμασταν οι Γενιές της Λήθης, της Χώρας του Ποτέ. Κι ας μην χάνουμε χρόνο πια, μοιρολογώντας για το παραμύθι που τέλειωσε.

Όποιος ψάχνει το καρφί, χάνει και το πέταλο,
λέει μια άλλη λαϊκή παροιμία.
Να μας ζήσει το  2014 !

© Δώρα Νικολαΐδου, Ιανουάριος 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου