Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα των Ανδρών



Ραντεβού στα τυφλά. Είχε δει κι είχε αποειδεί η επιστήθια φίλη μου η Άννα να μου βρει αντρική συντροφιά. Τριάντα οκτώ χρονών εγώ, έξη χρόνια χωρισμένη, με μια κόρη εφτά χρονών στην πλάτη μου για να τη μεγαλώσω μόνη – την ίδια στιγμή πατέρας και μάνα – πού να μου μείνει μυαλό κι αντοχή για να συνάψω ερωτικούς δεσμούς;
«Ζητούν κι οι δεσμοί τα σέα τους και τα μέα τους», έλεγα. «Δεν μπορώ ν’ ανταποκριθώ ακόμα σε τέτοιες δεσμεύσεις».

« Αράχνες έπιασες καημένη! Έχει να σ’ ακουμπήσει αρσενικό απ’ την επανάσταση του ‘21!», μου έβαζε πόστα η φιλενάδα μου. «Βάλε τουλάχιστον μπροστά να κάνεις καμιά γνωριμία, και … τρώγοντας θα σου ‘ρθει η όρεξη!».

Εγώ στην αρχή, ανένδοτη. Είχα χορτάσει πια βλέποντας σουλούπια και σουλούπια, ων ουκ έστι αριθμός : Πενηντάρηδες κουρασμένους play-boy κι ανέραστους πληροφορικάριους. Σαραντάρηδες (και κάτι) άρτι χωρισμένους, να ψάχνουν αγωνιωδώς επιβεβαίωση μοστράροντας δίπλα τους οξυζεναρισμένες «γλάστρες». Βλέποντας κι ευειδείς αρσενικούς, αλλά ανακαλύπτοντας στην πορεία ότι είναι πιστοί  εραστές του… ανδρικού φύλου. Καμαρώνοντας ματσωμένους παππούδες να ψάχνουν παιδούλες προς «σεξουαλική υιοθεσία». Από την άλλη, όσοι κάπως θα «στεκόντουσαν» για σύντροφοι, ήταν «κατειλημμένοι». Και για μένα, το να γίνω η τρίτη σε ερωτικό τριγωνάκι δεν ήταν η καλύτερή μου. Άντρα  ήθελα, που να με γεμίσει ως γυναίκα. Όχι… μουσικό διάλειμμα !
«Ειρήνη κάτσε στ’ αυγά σου προς το παρόν», παρηγορούσα τον εαυτό μου. «Θα μεγαλώσει κι η μικρή, πού θα πάει, και θα ‘χεις περισσότερο χρόνο για τον εαυτό σου. Τότε θα δεις τι θα κάνεις και με τα ερωτικά….» 

« Κακώς!» Εξακολουθούσε να επιμένει η φίλη μου η Άννα. «Δεν είναι έτσι όπως τα λες, είναι που δεν τα έχεις ψάξει καλά».

Και σκάει μύτη η καλή σου ένα απόγευμα απ’ το σπίτι μου με μια εφημερίδα, τσακισμένη στην άκρη στη στήλη « Σχέσεις». Αποπληξία έπαθα. Μα θα μπλέκουμε τώρα με ροζ γνωριμίες; Θα κάνουμε δηλαδή τώρα κι εμείς αυτά που κοροϊδεύουμε; 

«Άννα», της λέω, «ούτε να το συζητάς! Εγώ δεν ψάχνω άντρα από δω μέσα. Όλο «κουλούς» κρύβουν αυτά ή συνοδούς πολυτελείας».

«Κάτσε βρε πουλάκι μου», να επιμένει εκείνη. «Μην είσαι προπέτης!  Νομίζεις πως δεν υπάρχουν τριγύρω και μια χαρά άντρες που είναι απομονωμένοι κοινωνικά σαν κι εσένα, αλλά ντρέπονται να βγουν στη γύρα; » Αυτό μ’ έκανε ομολογουμένως να κοντοσταθώ. Όσο και να’ ναι, ακουγόταν λογικό το επιχείρημα….

 «Ας πάει στα κομμάτια», της είπα στο τέλος, «διάβαζε λοιπόν να δούμε τι θα δούμε…»
Καταλήξαμε σε μια αγγελία που φαινόταν σοβαρή και μετρημένη : 

« Κύριος, 48 ετών, σε πολύ καλή φυσική κατάσταση και με άψογους τρόπους, αναζητεί Ελληνίδα κυρία ( αυτό απέκλειε τις αλλοδαπές προικοθήρες ) ευπαρουσίαστη και όχι πάνω από 36 ετών, για σοβαρή σχέση. Κινητό και τα λοιπά, και τα λοιπά ».
Η Άννα μου έριξε μάλιστα και την ιδέα να μην τον πάρω από το κινητό το δικό μου. «Μην και δε σ’ αρέσει, κι αυτός μετά σου γίνει τσιμπούρι….». Αυτό με ανακούφισε. Ένα ραντεβού στα τυφλά θα ήταν, όχι σαμαροσκούτι. 

….. Κι έτσι, έκανα το ριψοκίνδυνο βήμα. Τηλεφώνησα.
Από την άλλη μεριά της γραμμής η φωνή που ακούστηκε ουδεμία σχέση είχε με το πώς είχα πλάσει στο μυαλό μου τον « … κύριο 48 ετών με καλή φυσική κατάσταση». Τρεμουλιαστή και σε τόνους λίγο ψηλότερους απ’ το σύνηθες. Παρόλα αυτά, το ραντεβού στα τυφλά κλείστηκε για δύο απογεύματα μετά, ακριβώς στις 7, μπροστά στα Applebees της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Με το που φιξαρίστηκε, αμέσως το μετάνιωσα.
«Κακή αρχή κάναμε. Τέτοια φωνή προϊστορική….,» είπα μετά στην κολλητή μου την Άννα.

« Σώπα καλέ, ακόμα δεν τον είδες και πας να τον βγάλεις off !» Μου έβαλε πάγο εκείνη. « Μην είσαι προκατειλημένη, μπορεί να ήταν και το τρακ της πρώτης επαφής, μπορεί και να σου φάνηκε !».

Η μέρα του Ραντεβού στα Τυφλά είχε φτάσει νωρίτερα απ’ όσο το άντεχα. Έφτασα στο σημείο του ραντεβού τρία λεπτά πριν τις επτά. Δεν μ’ αρέσει να με περιμένουν οι άνθρωποι. Στάθηκα μπροστά στην περιστρεφόμενη πόρτα του εστιατορίου και περίμενα να εμφανιστεί ο αναμενόμενος. Του είχα περιγράψει καταλεπτώς τι ρούχα θα φορούσα, μιας και τα είχα ήδη επιλέξει. Δεν ήθελα να είναι ούτε προκλητικά ώστε να δίνουν άδικα υποσχέσεις, ούτε όμως και να με κάνουν να μοιάζω σα θεούσα. Τουλάχιστον, το ότι δεν θα ‘μουν τίποτα διαφορετικό από τον καθημερινό μου εαυτό, με έκανε να αισθάνομαι μια κάποια παρηγοριά.

 «Σ’ αρέσει - δε σ’ αρέσει αυτό που βλέπεις, αυτό θα πάρεις!» Έλεγα από μέσα μου καθώς στεκόμουνα σαν σημαδούρα μπρος τα σκαλοπάτια του Applebees

 Τα λεπτά έτρεχαν. Πήγε επτά και πέντε, επτά και δέκα, επτά και τέταρτο. Και καθώς η ώρα περνούσε ανησυχητικά, άρχισα με τα μάτια μου να σβαρνίζω τριγύρω. Μήπως ο άνθρωπος  ήταν ήδη  εκεί και δεν μ’ είχε αναγνωρίσει;

«Για να δούμε…  Στο περίπτερο, ένας νεαρός με piercing στα φρύδια αγοράζει καπνό, παραδίπλα στέκεται ένας παππούς με κάτι μπόγους που περιμένει το λεωφορείο. Πίσω απ’ την πλάτη μου περνάνε τρία πιτσιρίκια με τσάντες φροντιστηρίου και φωνάζουν για να τους ακούσει όλη η Πανόρμου. Μπα, κανείς υποψήφιος. Α, για δες,  κι ένας τύπος ντυμένος αλλόκοτα χαζεύει τη μόστρα του κρεπατζίδικου παραδίπλα ….».

Εδώ και ώρα τον είχε πάρει το μάτι μου να στέκεται εκεί, αλλά σίγουρα ήταν κι αυτός άσχετος. Τράβηξα τη μανσέτα του παλτού μου κάπως επιδεικτικά, και κοίταξα την ώρα που ήταν περασμένη. «Επτά και εικοσιπέντε ακριβώς θα φύγω έτσι ακριβώς όπως έχω έρθει.  Όπως δεν μ’ αρέσει να στήνω κόσμο, δεν μ’ αρέσει καθόλου και να με στήνουν!», είπα μέσα μου και πήρα μια γερή τζούρα θριάμβου. Επιτέλους, το ραντεβού θα το γλίτωνα και μάλιστα, με  άριστη δικαιολογία!

Ωστόσο, το κοίταγμα του ρολογιού φάνηκε να είχε … δραστικά αποτελέσματα. Ο « άσχετος» ξαφνικά ξεκόλλησε απ’ τη βιτρίνα, και με βήματα αβέβαια με πλησίασε διστακτικά. Οι φόβοι μου σχετικά με τις αγγελίες είχαν επιβεβαιωθεί :  Μαλλί περμανάντ ( ναι, για άντρα μιλάω) φρεσκοβαμμένο «μαονί», σε τόνους κομοδίνου. Βαμμένα κομοδινί και τα φρύδια, ώστε ούτε τρίχα άσπρη να μην ξεφεύγει απ’ το τεχνητό αυτό κράνος. Σακάκι ανοιχτόχρωμο με μεγάλα καρό,  υπερμεγέθεις βάτες στους ώμους. Το σταύρωμα των κουμπιών, απ’ τον αφαλό και κάτω. Μανίκια που σέρνονται χαμηλά, μέχρι τις άκρες των δακτύλων. Δανεικό; Δεν ήξερα, μα την αλήθεια μου. Το μόνο σίγουρο ήταν πως το ‘χαν  κομμένο και ραμμένο επάνω σ’ έναν άντρα δύο φορές πιο ψηλό απ’ τον μελλοντικό μου συνοδό. Μια τέτοια «καλή φυσική κατάσταση» ήταν κάτι που ομολογουμένως, δεν το περίμενα…. Χριστέ μου, σκέφτηκα, από μακριά μοιάζει με τον Robocop ! Και είχα μόλις μετανιώσει που δεν είχαν προλάβει να παρέλθουν οι επτά κι εικοσιπέντε.

« Είστε η Ειρήνη;» ρώτησε η ίδια ψιλή, τρεμουλιαστή φωνή που είχα ακούσει κι απ’ το τηλέφωνο. Ήτανε πλέον πολύ αργά για το σκάσω. Καθίσαμε σε ένα τραπεζάκι για δύο, στον πάνω όροφο του Applebees. Αμηχανία. Μετά από τρία λεπτά ήρθαν κι οι δύο φυσικοί χυμοί λεμόνι που είχαμε παραγγείλει. Προς το παρόν εγώ προσευχόμουνα να τρέξει η ώρα, απασχολώντας εντωμεταξύ τα μάτια μου με το πώς στριφογύριζαν τα παγάκια μέσα στο ποτό όταν τα κυνηγούσα με το ροζ καλαμάκι. Πώς αλλιώς να κάνω, που τον έβλεπα και μ’ έπιανε ναυτία….

« Σας παρατηρούσα από πριν», μου εξομολογήθηκε, « Έχω έρθει απ’ τις επτά παρά. Αλλά μου φαινόσασταν πολύ νεότερη από τριάντα έξη, και είπα δεν θα είναι εκείνη… ». Και πού να του πω, πως το δικό του κομοδινί  μαλλί μάταια προσπαθούσε να κρύψει πως δεν ήταν σαράντα οκτώ. Το πιθανότερο δε απ’ όλα, πενήντα οκτώ…, σκέφτηκα έντρομη.

«Σας ευχαριστώ για τα ενθαρρυντικά σας λόγια, αλλά έχω κλείσει τα τριάντα οκτώ,» είπα και προσπάθησα να φανώ πως χαμογελάω ανέμελα. Δεν μου προέκυψε, το χαμόγελο βγήκε κάπως στεγνό.

Το θέμα της συζήτησης το διάλεξε αυτός. Είχε σαν κέντρο τις γυναίκες που, « Πολύ κομπλεξικά» κατά τη δική του τη γνώμη, « …..προσπαθούνε μάταια πάντα, να κρύψουν την ηλικία τους»… Άκουγα καλά; Ναι, ο συνομιλητής μου αγόρευε παθιασμένα.

« Γιατί τόσος πανικός για τα χρόνια τους; Δεν το καταλαβαίνουν ότι το ψέμα κάποτε θα βγει στην επιφάνεια;» Με ρώταγε και με ξαναρώταγε. Μπήκα στον πειρασμό να αντιστρέψω την ερώτηση.

«Και προς τι τόση υστερία καλέ μου Robocop, γιατί τόσο «δήθεν» και τόσο φτιασίδωμα;» Μάλλον ο επίδοξος συνοδός μου « εξ ιδίων έκρινε τα αλλότρια». Κρατήθηκα όμως, σαν γνήσια μαζοχίστρια.

« Ήρθες που ήρθες, για τιμωρία θα την “εκτίσεις” τη θητεία σου σ’ αυτό το ραντεβού μέχρι τέλους!»  Είπα στον εαυτό μου.

…. Η ώρα εντούτοις «σκάλωνε» συνέχεια, και τα λεπτά κυλούσαν δραματικά αργά. Ο συνοδός μου με πληροφόρησε πως ήταν εδώ και πολλά χρόνια χωρισμένος, κι είχε δύο κόρες εικοσιπέντε και εικοσιεπτά χρονών, εργαζόμενες. Η μία απ’ αυτές ήταν μάλιστα και … κομμώτρια. ( Κι εδώ επιτέλους λύθηκε το μυστήριο της κόμης περμανάντ, χρώματος κομοδινί ). Με την πρώην γυναίκα του είχαν χωρίσει πολιτισμένα.

« Είμαστε οι καλύτεροι φίλοι!» με διαβεβαίωσε. Φταίω εγώ που κρίνοντας από τα μέχρι τότε φαινόμενα, δυσκολευόμουνα τώρα να το πιστέψω; Του είπα και τα δικά μου: Ότι είμαι χωρισμένη επίσης αρκετά χρόνια, κι ότι έχω ένα κοριτσάκι επτά χρονών.

«Μιας και χωρίσαμε από πολύ ενωρίς με τον πατέρα της –που είναι κι άφαντος από τότε -- θέλω να είμαι όσο το δυνατό περισσότερο παρούσα στη ζωή της. Δεν είμαι τυχερή σαν κι εσάς, που τα παιδιά σας είναι πλέον ανεξάρτητα», συμπλήρωσα. Αυτός με άκουγε «φορώντας» ένα χαμόγελο που εκ πρώτης όψεως έμοιαζε συγκαταβατικό. Μετά τέλος πάντων απ’ αυτά τα εισαγωγικά, ήρθε η ώρα να μπούμε και στο επίμαχο θέμα, του σκοπού της γνωριμίας μας. 

« Τώρα που έχω τακτοποιήσει τη ζωή μου κι έχω αρκετό χρόνο και χρήμα για να τη γλεντήσω, ψάχνω μια γυναικεία συντροφιά», έτσι το έθεσε, μέχρι εδώ, καλά. « Θέλω να μπορούμε να πηγαίνουμε εκδρομές και ταξίδια τακτικά, και όταν είμαστε στην εδώ στην Αθήνα, να περνάμε μαζί κάποια απ’ τα απογεύματα της βδομάδας».

Σ΄ αυτό το σημείο τ’ ομολογώ πως, προκαταβολικά, πολύ ανακουφίστηκα με τη σκέψη πως εγώ - εκ των πραγμάτων -- δεν θα μπορούσα να είμαι η γυναίκα αυτή. Και του το είπα ευθαρσώς… 

« Γιατί;» Αναφώνησε τότε αυτός, σαν να μην είχε καταλάβει τι του έλεγα τόση ώρα. « Μα, είστε μια χαρά γυναίκα. Μ΄ αρέσετε όπως ακριβώς είστε !»  Τώρα το πράγμα είχε αρχίσει να μπλέκει. Μόνο εκείνος διαλέγει;

«Τι βλέπω; Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει! », πήγα να του τη μπω αυθαδέστατα, αλλά και πάλι κρατήθηκα. Η φωνή της κολλητής μου της Άννας ξανατρύπωσε στο μυαλό μου.  «Άντε καλέ, για κομπλιμέντο θα το είπε ο άνθρωπος. Για να σου δώσει μια νότα αισιοδοξίας που εσύ δεν τη διαθέτεις. Είδες που στα έλεγα ότι δεν πρέπει να είσαι τόσο προκατειλημμένη;» Με έβαζε στη θέση μου. Όμως αυτή τη φορά δεν έκανα πίσω, και συνέχισα σθεναρά.

«Για σας το καλύτερο είναι να βρείτε μια γυναίκα  που να είναι μεν 36 χρονών, να μην έχει όμως οικογενειακές υποχρεώσεις…» του ξανάπα, μπας και αυτή τη φορά το εμπεδώσει.

« Μα τι μου λέτε τώρα,» αναφώνησε ο συνομιλητής μου «  κάτι τέτοιες γυναίκες το μόνο που θα έχουν στο μυαλό τους είναι πώς να σε κουκουλώσουν για να κάνουν παιδιά! Κι εγώ έχω πάρει διαζύγιο, τα παιδιά μου τα έκανα κι ούτε άλλο γάμο θέλω!» Τι ήθελα κι επέμενα, ευελπιστώντας πως θα του εμφυσήσω ένα πνεύμα αισιοδοξίας;

«Λογικό το ακούω αυτό», συνέχισα αμετάπειστη, «όμως τότε δεν θα ήταν πιο καλά αν αναζητούσατε μια γυναίκα, όχι τριάντα έξη, αλλά συνομίληκή σας ( υποτίθεται! ) γύρω στα σαράντα οκτώ; Στην ηλικιακή αυτή κατηγορία μπορείτε να βρείτε γυναίκες - πολύ αξιόλογες πραγματικά -- που να έχουν εξίσου μεγάλα παιδιά με τα δικά σας».

Άναψε και κόρωσε αυτός.  Το πρόσωπό του γέμισε με κόκκινα στίγματα απ’ τη σύγχιση σαν να πέταξε ιλαρά, και τώρα μου φανήκανε ακόμα πιο κόκκινα τα ακαζού μαλλιά του.
« Μα τι θέλετε να μου πείτε δηλαδή, να τη γηροκομώ στα χάλια που θα είναι και να της σκουπίζω τα σάλια;»

Α, όλα κι όλα! Εδώ τα πράγματα πήραν επικίνδυνη τροπή: Γυναίκα σαράντα οκτώ ετών βαθειά χαμένη μες στο Αλτσχάιμερ! Για τέτοιες καταστάσεις μου μιλούσε ο ενθουσιώδης θαυμαστής μου ο Robocop. Από εκείνο το σημείο και μετά, ε, είπα κι εγώ να το διασκεδάσω, κι επιστράτευσα το πιο χαζοχαρούμενό μου χαμόγελο.

« Καλά, μα κι εσείς δεν είσαστε παρά σαράντα οκτώ ετών, και μια χαρά άντρα σας βλέπω…»
« Μα, τώρα ίσια κι όμοια είμαστε δηλαδή άντρες και γυναίκες; Οι γυναίκες σπάνε πιο γρήγορα απ’ τους άντρες. Ακριβώς γι’ αυτό κι εγώ στην ίδια ηλικία, κρατιέμαι ακόμα μια χαρά. Με τίποτα δεν θέλω σαρανταοκτάρα, σας το είπα ξεκάθαρα!»
Ε, τότε πια αποφάσισα προτού το λήξω αυτό το ραντεβού, να  τραβήξω το αστείο όσο πάει περισσότερο, για να δω ως πού προτίθεται να το φτάσει.

«Σωστά λοιπόν, ας τις βάλουμε στην άκρη τις σαρανταοκτάρες!», συμφώνησα. Αφού λοιπόν έχετε οικονομική άνεση και μπορείτε να προσφέρετε στη γυναίκα που θα είναι μαζί σας μια άνετη ζωή, γιατί να μην αναζητήσετε και μια γυναίκα ακόμη και κάτω των τριάντα….»

Περίμενα να δω την αντίδραση. Στην αρχή, σιωπή. Και μετά, πάλι τα φρύδια του σηκώθηκαν στον αέρα.
« Μα τι μου λέτε πάλι, ξέρετε; Κάτι τέτοιες θα με ήθελαν μόνο για τα λεφτά μου!»
Ε, πολύ σωστά, τέτοια άψογη φυσική κατάσταση, τέτοια συγκρότηση χαρακτήρα και τέτοια νιάτα να πάνε αναξιοποίητα; Ο Robocop ήταν αδύνατον να μεταπειστεί. Ήθελε σώνει και καλά να βρει τη γυναίκα όπως την είχε πλάσει με τα δικά του μέτρα: «Μαΐων ακριβώς τριάντα έξη, χαριτόβρυτη, ελευθέρα υποχρεώσεων, υπεράνω χρημάτων και προπαντός… με υπερ-ώριμα γούστα στους άντρες». Αυτά ακριβώς έπρεπε να γράφει η αγγελία, και λίγα του έπεφταν. Κοίταξα το ρολόι μου και προφασίστηκα βιάση να επιστρέψω στην κόρη μου. Πληρώσαμε τις λεμονάδες και προθυμοποιήθηκε να με συνοδεύσει ως την είσοδο του μετρό. Φαινόταν αρκετά μπερδεμένος ως προς την έκβαση του ραντεβού. Τον ήθελα ή δεν τον ήθελα; Αυτό τον μπέρδευε ( μόνον… )

Εγώ πήρα την έξοδο για Αεροδρόμιο, νιώθοντας αφάνταστα ευγνώμων που σ’ αυτόν τον πλανήτη υπήρχε η κόρη μου. Μα, να μου δώσει εκείνη άλλοθι σ’ αυτό το…. ελπιδοφόρο ραντεβού, ήταν μια κατάληξη που είχε ξεπεράσει και τις πιο απαισιόδοξές μου προβλέψεις!



Στη βάση μου και πάλι… Ψάχνοντας τα κλειδιά του σπιτιού στον πάτο της τσάντας μου, άκουσα το τηλέφωνο από μέσα να χτυπάει επίμονα. Δεν βιάστηκα καθόλου να ξεκλειδώσω. Η φιλενάδα μου η Άννα σίγουρα ήταν πρόθυμη να περάσει όλο το βράδυ κολλημένη στ’ ακουστικό, προκειμένου ν’ ακούσει τα συναρπαστικά νέα. Δεν είχα καρδιά να της τα αναλύσω, ούτε και να δώσω εξηγήσεις για τίποτα. « Κι αύριο μέρα είναι…». Αυτή η τελευταία σκέψη κάπως με ξαλάφρωσε από τις ενοχές.
Ξεπροβόδισα την baby sitter, έβαλα για ύπνο την κόρη μου, και κλείδωσα όλη αυτή την ημέρα που πέρασε πίσω απ’ την πόρτα της εργένικής μου κρεβατοκάμαρας. Το γνώριμο, ζεστό της μισοσκόταδο με υποδέχτηκε  παρηγορητικά... Αααχ! Επιτέλους μόνη! Δεν άναψα φως. Πέταξα από πάνω μου τα ρούχα του ραντεβού, ό,τι φορούσα, σαν μέσα τους ξαφνικά ν’ ασφυκτιούσα. Μετά πάτησα το διακόπτη δίπλα στην πόρτα. Φως. Κίτρινο και αμείλικτο φως απλώθηκε παντού. Ο ολόσωμος καθρέφτης της ντουλάπας γέμισε από τις χίλιες και μία ατέλειες του κορμιού μου. Ήδη εδώ και χρόνια τις έβλεπα να γεννιούνται επάνω του και φρίκιαζα. Ραγάδες απ’ τη γέννα στην κοιλιά,  ψωμάκια στους γοφούς, μια ελαφριά κυτταρίτιδα στους μηρούς, στήθος λίγο πεσμένο μετά το θηλασμό. Πόσο γλυκά «σπάμε» εμείς οι γυναίκες, βγάζοντας απ’ το σώμα μας αυτά τα παιδιά που μας ομορφαίνουν….

Τότε ήταν που είπα για πρώτη φορά πως, μετά απ’ αυτό το ραντεβού,  όλα αυτά αξίζουν επιτέλους να τ’ αγαπήσω. Κι ότι όποτε είναι να ‘ρθει η αγάπη ενός άντρα, αν τελικά έρθει ποτέ, θέλω να είμαι η Ειρήνη, και μόνο η Ειρήνη.  

Έπεσα στο κρεβάτι κι έκλεισα το φως. Δεν είχα βάλει νυχτικιά, ούτε εσώρουχα, τίποτα. Χαιρόμουνα όμως διπλά την επαφή της σάρκας μου με τα φιλόξενα σεντόνια. Χαιρόμουνα που, ακόμα κι αυτή τη στιγμή που ήμουν «φτωχή», όπως με γέννησε η μάνα μου, ένιωθα πάμπλουτη σε «ειδικό βάρος»….
 Ειρήνη Π.

© Δώρα Νικολαΐδου, Ιανουάριος 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου