Ρου, είναι φίλοι τ’ όνομά μου
και την ginger ομορφιά μου
τη ζηλεύει η γειτονιά,
που ‘μαι Ρου μεταξωτή
και πολύ – πολύ γλυκιά.
Ρου!
Σας λέω, και γουργουρίζω
Ρου, και σας καλημερίζω
Ρου, κι εγώ σας απαντώ
σαν με θέλετε να ‘ρθώ.
Ρου!
Εγώ δεν νιαουρίζω,
μόνο έτσι σας αγγίζω,
τρυφερά και σιγανά
και ζητάω αγκαλιά.
Ρου!
Μα τί τόλμη, τί σβελτάδα
που έχω εγώ το θηλυκό!
Μιας κι ανέβηκα στο δέντρο
της βεράντας το τρανό,
έφτασα ως τον ουρανό!
Λεοπάρδαλη νομίζω
πως σε λίγο θα γινώ.
Ρου!
Κοιτάζω τον καθρέφτη,
και τον λιονταρή τον κλέφτη
φοβερίζω από κει
που ‘χει αρπάξει και κρατεί
τη δύναμή μου τη χρυσή.
© Δώρα
Νικολαΐδου, Φεβρουάριος 2014